Ανοιχτή επιστολή με αφορμή την Μαυρομαντήλα (του Μιχάλη Γέμελου)

Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 29 Ιανουαρίου 2020 16:05 Ανοιχτή επιστολή με αφορμή την Μαυρομαντήλα (του Μιχάλη Γέμελου)

Γράφει ο Μιχάλης Γέμελος...

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΜΑΥΡΟΜΑΝΤΗΛΑ* (* περιοχή πλησίον ΒΙ.ΠΕ. Λαμίας)

Με μεγάλη μου λύπη παρακολουθώ το τελευταίο χρονικό διάστημα, μία προσπάθεια επίλυσης του μείζονος προβλήματος που έχει ενσκήψει στη τοπική κοινωνία του Δήμου Λαμιέων, αναφορικά με την απόφαση της Κεντρικής Διακυβέρνησης της Χώρας (δια των συναρμόδιων Υπουργών) για τη δημιουργία δομής ( hot spot) με σκοπό την εξ’ αρχής εγκατάσταση ή τη μετεγκατάσταση προσφύγων, από τα πολύπαθα νησιά της Σάμου, της Λέσβου, της Χίου κ.α, στην περιοχή Μαυρομαντήλα, μία περιοχή που βρίσκεται πλησίον της ΒΙ.ΠΕ Λαμίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εάν κάτι τέτοιο επισυμβεί, θα πρόκειται για έναν ακόμη ΄΄καταυλισμό δυστυχίας΄΄, όμοιο με αυτόν στη Μόρια, με δυσμενείς και πολυεπίπεδες αρνητικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίες και θα παγιωθούν για τα επόμενα (πολλά) έτη, κάτι που εύλογα έχει αντιληφθεί ο κόσμος της Λαμίας, οι κάτοικοι των όμορων τοπικών κοινοτήτων της Αγίας Παρασκευής και της Μεγάλης Βρύσης αλλά και εκπρόσωποι της ΒΙ.ΠΕ Λαμίας, οι οποίοι αναφανδόν εξέφρασαν την αντίθεση τους με την ιδέα της περιοχής της Μαυραντήλας, ως τόπου φιλοξενίας των αιτούντων άσυλο προσφύγων και μεταναστών. Και καθώς ο σκοπός της παρούσας δεν είναι μία εκτενής ανάλυση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος και των αρνητικών του επιπτώσεων στο κοινωνικό σύνολο, θα αρκεσθώ εδώ μόνον να αναφέρω περιγραφικά πως ο πρόσφυγας έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως ο «άγγελος κακών ειδήσεων», καθώς υπενθυμίζει στους μόνιμους κατοίκους πόσο εύκολα θα μπορούσε να τρωθεί το προστατευτικό περίβλημα της δικής τους ασφαλούς διαβίωσης. Εξάλλου, και με καθαρά ψυχολογικούς όρους μιλώντας, οι αντιδράσεις των εμπλεκόμενων κάθε φορά τοπικών κοινωνιών είναι απολύτως δικαιολογημένες, καθώς τα άγχη και οι φόβοι εκτονώνονται στους κοντινότερους στόχους και επανεμφανίζονται ως δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης και ως φοβία απέναντι στους «αλλοδαπούς που ζουν ανάμεσά μας»!

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν έχει τοπικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι πρόβλημα εθνικό και εκεί θέλω να εστιάσω την προσοχή μου, καθώς έχει να κάνει με την πολιτικοοικονομική θέση ισχύος της Χώρας μας στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές στερέωμα. Όπως λοιπόν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως που έπληξε την πατρίδα μας, οι οικονομικά πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, επλήγησαν εντονότερα από τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσεως αυτής, έτσι και αυτή καθεαυτή η Χώρα μας, ως πολιτικοοικονομικά ασθενέστερη Χώρα, υφίσταται σε μεγαλύτερο βαθμό τις αρνητικές συνέπειες του διογκούμενου (και άλυτου) προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος, σε σχέση με τις οικονομικά ισχυρότερες Χώρες της Ε.Ε, καθώς καλείται να σηκώσει στις πλάτες της και να διαχειριστεί κατά τρόπο δυσανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές της, ένα μείζον παγκόσμιο κοινωνικό πρόβλημα που έχει να κάνει με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, χωρίς παράλληλα, σε ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο, να μπορεί να επιβάλλει τα δικά της ΄΄θέλω΄΄, προασπίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα Εθνικά μας συμφέροντα. Μάλιστα, εάν αναλογιστεί κανείς πως ο παγκόσμιος πληθυσμός, από 7,5 δισεκατομμύρια σήμερα, θα ανέλθει, σύμφωνα με σχετικές προβλέψεις, στα 9 δισεκατομμύρια μέχρι το 2040, είναι βέβαιο πως τα επόμενα χρόνια αυτή η πληθυσμιακή ανάπτυξη θα οδηγήσει αναπόδραστα σε βαθμιαία αύξηση της έντασης των μεταναστευτικών ρευμάτων και συνακόλουθα σε περαιτέρω επιδείνωση του προβλήματος για τη Χώρα μας, λόγω και της γεωγραφικής της θέσεως, δοθέντος μάλιστα ότι πλέον (και αυτό έχει αλλάξει εν σχέση με το παρελθόν) τους πρόσφυγες ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΘΕΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, δεν υπάρχει δηλαδή για τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους πουθενά στον κόσμο κάποια Χώρα Υποδοχής, λες και πρόκειται για «ανθρώπινα απορρίμματα»!

Μέσα λοιπόν σε αυτό το ήδη διαμορφωμένο εξαιρετικά δυσμενές για τη Χώρα μας περιβάλλον, θλίβομαι ιδιαίτερα καθώς, παρακολουθώντας καθημερινά την ειδησιογραφία, διαπιστώνω πως η Πολιτική Διακυβέρνηση της Χώρας μας εξαντλείται (διαχρονικά ανεπιτυχώς) σε μία στείρα απλώς ΄΄πολιτική διαχείριση΄΄ των εκάστοτε αναφυόμενων και ομολογουμένως πολλές φορές έξωθεν επιβληθέντων κινδύνων και προβλημάτων, όπως είναι και το προαναφερθέν προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα και παραλείπει να στοχοπροσανατολιστεί μεθοδικά, πειθαρχημένα και με όλες της τις δυνάμεις στο ουσιωδέστερο και σημαντικότερο όλων των ζητημάτων, που δεν είναι άλλο από τη δημιουργία εθνικού πλούτου, την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία του συνόλου των πολιτών και εν γένει τη δημιουργία μιας ισχυρής Ελληνικής οικονομίας, ώστε η Ελλάδα να είναι σε θέση να διαπραγματεύεται με καλύτερους όρους για την επίλυση των κάθε φορά αναφυόμενων προβλημάτων, να επιβάλλει εν μέρει τα δικά της ΄΄θέλω΄΄ και να μην είναι πάντοτε ουραγός και έρμαιο των γεωπολιτικών, ιστορικών και οικονομικών εξελίξεων!

Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό από το πολιτικό μας σύστημα είναι πως η οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη της Χώρας αποτελεί την μοναδική «αναγκαία συνθήκη» για την άμβλυνση των μεγάλων εθνικών προβλημάτων μας, συμπεριλαμβανομένου και του μεταναστευτικού προβλήματος.

Για να επέλθει όμως η πολυπόθητη οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη της Χώρας, θα πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές σε διάφορους τομείς της Οικονομίας μας και την ευθύνη για αυτό τη φέρει αυτονόητα ο εκάστοτε Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση της Χώρας. Για παράδειγμα, ένας βασικός τομέας της οικονομίας που θα πρέπει να μπει στην ατζέντα των πρωταρχικών στοχεύσεων των εκάστοτε Κυβερνόντων είναι το εμπορικό ισοζύγιο το οποίο για τη Χώρα μας παραμένει σταθερά αρνητικό. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει πως το σύνολο των αγαθών που εισάγουμε είναι πολύ περισσότερα από όσα εξάγουμε και αυτό είναι πρόβλημα, διότι τα χρήματά μας ΄΄βγάζουν φτερά΄΄ και καταλήγουν στις τσέπες των ξένων επιχειρήσεων από τις οποίες εισάγουμε τα διάφορα προϊόντα και αγαθά. Το ακόμα χειρότερο είναι πως τα χρήματα αυτά που εκρέουν από την Οικονομία μας στο εξωτερικό δεν ΄΄επαναπατρίζονται΄΄ ποτέ! Αποτέλεσμα αυτού είναι το πουγκί της οικονομίας μας να βαίνει συνεχώς μειούμενο, σε αντίθεση με άλλες ισχυρές οικονομίες με μεγάλο ποσοστό εξαγωγών, όπως η Γερμανική Οικονομία, η οποία αποταμιεύει ολοένα και περισσότερο πλούτο από τις τρίτες χώρες προς τις οποίες εξάγει τα ποιοτικά και ανταγωνιστικά προϊόντα της.

Σε σχέση λοιπόν με το πεδίο των εξαγωγών, οι οποίες θα πρέπει να αυξηθούν, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς και για την αναγκαιότητα της Χώρα μας να εκμεταλλευτεί το συγκριτικό της πλεονέκτημα, (πέραν του πεδίου του Τουρισμού ο οποίος από μόνος του δεν εξαρκεί) στον αγροτοδιατροφικό τομέα, καθώς είμαστε σε θέση να παράξουμε ποιοτικά διατροφικά προϊόντα υψηλής ανταγωνιστικότητας και να τα εξάγουμε στο εξωτερικό, αλλά και για τη συνεισφορά του μεταποιητικού κλάδου και των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και να ενισχύσουν σημαντικά τις εξαγωγές της χώρας.

Ωστόσο, αυτό που σκοπείται να καταδειχθεί με την παρούσα, είναι πως όλα τα παραπάνω δεν μπορεί να είναι αφημένα στην τύχη ή στην καλύτερη των περιπτώσεων στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η νέα γενιά που έχει την όρεξη να εργαστεί και να προκόψει και που σήμερα που μιλάμε, βγαίνοντας στην αγορά εργασίας, καλείται να επιλέξει έναν επαγγελματικό προσανατολισμό, δεν θα πρέπει να έρχεται αντιμέτωπη με το «φάσμα της αβεβαιότητας» αναφορικά με το τι επάγγελμα θα πρέπει να επιλέξει! Το κράτος δεν μπορεί να  ΄΄νίπτει τας χείρας του΄΄, εγκαταλείποντας τις περισσότερες από τις  οικονομικές και κοινωνικές του λειτουργίες. Η σημερινή κυβέρνηση θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αντί να προσπαθεί νυχθημερόν και παντοιοτρόπως να διαχειριστεί το προσφυγικό– μεταναστευτικό πρόβλημα (ή αντίστοιχα το διαχρονικά εθνικό πρόβλημα των Τουρκικών προκλήσεων και αμφισβητήσεων στο Αιγαίο) και αντί να αρκείται σε μία στείρα πολιτική αντιπαράθεση στο δημόσιο διάλογο, θα πρέπει να επιδιώξει, με κάθε τρόπο, ως πρώτιστη αν όχι μοναδική προτεραιότητα, να χαράξει την πορεία στην οποία θέλει να βαδίσει η οικονομία της Χώρας, να αποφασίσει για το τι είδους οικονομία θέλουμε και μπορούμε να έχουμε ως Χώρα και εν συνεχεία να ωθήσει συνειδητά και τεκμηριωμένα τους πολίτες της χώρας, με παροχή φορολογικών κινήτρων, με στοχευμένη επαγγελματική κατάρτιση κ.α, στους επαγγελματικούς εκείνους τομείς της οικονομίας που φρονεί πως θα φέρουν ανάπτυξη και πλούτο στην Ελληνική οικονομία, μία οικονομία που σήμερα που μιλάμε κάθε άλλο παρά αποδοτική και παραγωγική είναι.

Αυτό λοιπόν που πρέπει να αλλάξει άμεσα είναι ο δημόσιος πολιτικός διάλογος αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ειδησιογραφίας να αφορά το πώς η χώρα μας θα αποκτήσει μια ισχυρή οικονομία, ώστε να μπορεί να έχει ισχυρό λόγο στη διεθνή πολιτικοοικονομική σκακιέρα και να μην αναλώνεται κάθε φορά στις ΄΄Μαυρομαντήλες΄΄.

Λαμία 29.01.2020
 
Με εκτίμηση προς κάθε αποδέκτη
Μιχάλης Β. Γέμελος
Δικηγόρος
Προσαρμοσμένη αναζήτηση