Από το Συμπόσιο του Πλάτωνα (του Γιάννη Γουργιώτη)

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 09 Φεβρουαρίου 2020 18:31 Από το Συμπόσιο του Πλάτωνα (του Γιάννη Γουργιώτη)

[Περί Έρωτος]

Η μαυρίλα που επικρατεί στο διεθνή ορίζοντα, σκορπίζοντας την πυκνή ομίχλη της πάνω στη χώρα και μέσα στον ψυχισμό μας, μας πιέζει καταθλιπτικά και συγχρόνως μας αγχώνει το διαρκές και επικίνδυνο παιγνίδι της αβεβαιότητας στη ανατολική γειτονιά μας, στα θαλάσσια σύνορά μας. Ένα πρόσωπο μονοπωλεί την παρουσία του στους δέκτες μας. Είναι η προσωποποίηση  της δαιμονικής φιγούρας με όλα τα γνωρίσματα της ξιπασιάς, του ανορθολογισμού, της βουλιμικής υστερίας. Θέλοντας να ξεφύγω από αυτή την καταθλιπτική αναφορά οποιασδήποτε  ασημαντότητας, κρίνω επωφελέστερο  να στρέψω το ενδιαφέρον προς κάτι πιο ιδανικό, με την προσδοκία κάποιας ωφέλειας και μιας πιο αισιόδοξης προοπτικής. Αυτό πιστεύω ότι το προσφέρει η προσέγγιση με τη φιλοσοφική σκέψη, διότι η φιλοσοφία παρέχει γνήσια συγκίνηση, λογική σταθερότητα, συναισθηματική αγαλλίαση, πολλώ δε μάλλον η ελληνική φιλοσοφία, η μήτρα της ευρωπαϊκής σκέψης και μητέρα των σύγχρονων επιστημών.

Το Συμπόσιο του Πλάτωνα είναι το θέμα του σημερινού άρθρου. Ζητώ εκ προοιμίου την κατανόηση του φίλου αναγνώστη για την ασυνήθη έκτασή του, αναπόφευκτη, όμως, λόγω της σημασίας του ξεχωριστού αυτού έργου του μεγάλου Φιλοσόφου. Η προσπάθεια ανάλυσης του έργου αυτού συνιστά ένα τολμηρό εγχείρημα. Εντούτοις θα επιχειρήσω, με τη βοήθεια πηγών, να το προσεγγίσω, όσο μπορώ.

Στους αρχαίους Έλληνες, όπως και στους περισσότερους αρχαίους λαούς, η πολυθεΐα αποτελούσε γνώρισμα του θρησκευτικού τους βίου. Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου ήσαν οι μεγάλοι και γνωστοί θεοί των οποίων την πρωτοκαθεδρία είχε ο Ζεύς (Δίας). Υπήρχαν και άλλες μικρότερες θεότητες, μεταξύ δε αυτών και ο Έρως. Αυτή η αρχαία θεότητα, ο Έρως, είναι το κυρίως θέμα του «Συμποσίου».   Γνωστοί αρχαίοι συγγραφείς και ποιητές ήσαν οι μέτοχοι του Συμποσίου: Παυσανίας, Αριστοφάνης, Ερυξίμαχος, Φαίδρος, Αγάθων και ο Σωκράτης, εννοείται. Προς το τέλος εμφανίζεται και ο Αλκιβιάδης, η εικόνα του οποίου είναι τραγική. Καταβεβλημένος και απρόσιτος, φέρεται μάλλον εχθρικά προς τον αγαπημένο του δάσκαλο, το Σωκράτη. Είναι το τέλος μιας ιστορικής φιλίας μεταξύ τους.

Να τονίσω από την αρχή ότι ο Έρως των αρχαίων Ελλήνων δεν ταυτίζεται απόλυτα, ούτε καν γενετικά, με το γενετήσιο ένστικτο, όσο και αν συνδέεται με αυτό με στενό τρόπο. Το γενετήσιο ένστικτο και η γενετήσια πράξη, για τη σύγχρονη αντίληψη, είναι μια λειτουργία μερικών οργάνων του σώματος, ένα τεχνητό μέσο της φύσης ( του Δημιουργού), που δημιουργεί τις φυσικές προϋποθέσεις μόνο για δημιουργία. Δεν είναι όμως δημιουργία καθεαυτήν και αυτό διότι υπάρχει γενετήσια πράξη χωρίς νόημα, δεν είναι  έρως. Ούτε, όμως, και η αναπαραγωγή του είδους ως σκοπός είναι το νόημα του έρωτα. Δεν είναι πράξη σκοπιμότητας. Είναι έκφραση, όπως κάθε εκδήλωση τρυφερότητας ( π.χ το φίλημα, η θωπεία κλπ), έκφραση συναισθημάτων της εσωτερικής μας ζωής.  Ούτε η ηδονή ούτε και η αναπαραγωγή, λοιπόν, είναι το νόημα του έρωτα, αφού είναι δυνατή και χωρίς την αγάπη και δεν εξαρτάται από αυτή. Το νόημα του έρωτα είναι ότι συμμετέχει ο άνθρωπος στο έργο της Δημιουργίας. Είναι η σύγχρονη επιστημονική άποψη αυτή..Αλλά και ο Πλάτων διατυπώνει παρόμοια αντίληψη στο
 Μενέξενο: « Ου γαρ γη γυναίκα μεμίμηται κυήσει και γεννήσει, αλλά γυνή γην». Η γυναίκα δηλαδή αντιπροσωπεύει την παγκόσμια δημιουργία. Ας δούμε όμως πώς περιγράφεται το ζήτημα του έρωτα στο κείμενο του Συμποσίου.

Στο Συμπόσιο όλοι οι συμπότες τάσσονται υπέρ της άποψης ότι ο Έρως είναι θεός. Με την αντίληψη αυτή κλείνει ο κατάλογος των ομιλητών με τελευταίο τον Αγάθωνα, η ομιλία του οποίου έδειξε να συναρπάζει τους συμπότες του. Ο παρευρισκόμενος Σωκράτης, όμως, έχει αντίθετη άποψη. Τη διατυπώνει στον Αγάθωνα, ο οποίος δυσκολεύεται να αντικρούσει τα επιχειρήματα του Σωκράτη, με βασικό το ότι ο ’Ερως δεν είναι θεός. Νέος ο Σωκράτης είχε την ίδια αντίληψη με τον Αγάθωνα και τους άλλους αρχαίους. Η συνομιλία του όμως- προγενέστερη του Συμποσίου- στη νεότητά του, με την παλιά του δασκάλα, τη Διοτίμα, μια μάντισσα της Μαντινείας, του άλλαξε την πίστη του αυτή. Θα προσπαθήσω πιο κάτω να παρουσιάσω, εν ολίγοις, το διάλογο αυτό μεταξύ Διοτίμας και Σωκράτη.

 Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Αγάθωνα απέδειξε ότι η έννοια του έρωτα –θεού είναι ασυμβίβαστη με αυτό που αποδείχτηκε στο διάλογο. Διότι η έννοια του θεού είναι ταυτόσημη με την ύψιστη τελειότητα, την απόλυτη κατοχή ποσοτικά, ποιοτικά και χρονικά των αξιών, αυτών που οι Έλληνες ονόμαζαν «ευδαιμονία», άρα είναι ασυμβίβαστος με κάθε βούληση. 

Ο Έρως προϋποθέτει τη στέρηση των αξιών. Από τη φύση του κινείται προς αυτές (δηλαδή είναι πόθος διάρκειας). Αλλά δεν είναι και θνητός ο έρως-θεός. Τι είναι τελικά; Είναι ένας από τους δαίμονες.

Για τον Πλάτωνα ( όπως φαίνεται στην «Απολογία Σωκράτους») οι δαίμονες είναι νόθοι των θεών και νυμφών, επομένως κατώτερες θεϊκές οντότητες. Στο «Φαίδωνα» αναφέρει ο Πλάτων ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δαίμονά του, από τον οποίο οδηγείται στη ζωή και μετά θάνατο στο «κριτήριον»( που λαμβάνει χώρα σ’ένα δαιμόνιο τόπο). Αυτόν επιλέγει υπεύθυνα  ο κάθε άνθρωπος.

Στο έργο του «Τίμαιος» ο Πλάτων αναφέρει ότι ο δαίμων αυτός ταυτίζεται με την ψυχή, εδρεύει στο κεφάλι και υψώνει τον άνθρωπο προς τον ουρανό, ώστε να «φρονεί αθάνατα και θεία» («ουκ έγγειον αλλά ουράνιον»).

Ως δαίμων εμφανίζεται μεταξύ των ανθρώπων και ο φιλόσοφος, δαιμόνιος για τον ενοικούντα εις ημάς δαίμονα. Δαίμονες γίνονται οι αγαθοί μετά θάνατον. Στο Συμπόσιο ο Πλάτων εισάγει, δια της Διοτίμας, την έννοια του «μεταξύ», που  στο λογικό πεδίο είναι για το  θρησκευτικό και μεταφυσικό πεδίο.ο δαίμων. Τα δύο αυτά δε χωρίζονται απόλυτα μεταξύ τους στη σκέψη του Πλάτωνα. Το «μεταξύ» μετριάζει το δυισμό του συστήματός του, δηλαδή τον «απόλυτο χωρισμό  μεταξύ του νοητού κόσμου, του απειροτέλειου σε ουσία και αλήθεια και αξίες, και του αισθητού κόσμου, «του γίγνεσθαι και του κακού». Τα  δύο στοιχεία  τα συνδέει η έννοια της ύψιστης αξίας, που είναι το αγαθόν.

Στο Συμπόσιο τονίζεται ότι οι δαίμονες  έργο έχουν να αποκαθιστούν σύνδεσμο μεταξύ των δύο κόσμων, να χρησιμεύουν ως διαμηνυτές (ή διαγγελείς) στην επικοινωνία θεών και ανθρώπων.  Στο θεολογικό πεδίο του Πλάτωνα οι δαίμονες είναι η αντικειμενικοποίηση της ασταμάτητης ορμής της ανθρώπινης ψυχής να υπερβεί τα όρια της θνητής φύσεώς της, να πραγματοποιήσει ανώτερη μορφή ύπαρξης. Αυτό είναι δυνατόν να το επιτύχει είτε με θεϊκή βοήθεια είτε με τις προσωπικές δυνάμεις, οι οποίες προκύπτουν από το βαθύ πόθο που φωλιάζει στα κατάβαθα της ψυχής του ανθρώπου. Τις δυνάμεις αυτές ο Πλάτων ονομάζει θείες, γιατί είναι μυστηριώδεις, ισχυρότερες του συνήθους. Αυτής της φύσης είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη, το οποίο τον καθοδηγεί μυστηριωδώς στην κρίση του ορθού, με άμεσο τρόπο, εκεί που δεν έχει θέση ο λόγος. Δαιμόνια είναι και η Διοτίμα, διότι η γυναίκα αυτή είναι διερμηνέας μόνον ανώτερης σοφίας.

Ο Σωκράτης είναι δαιμόνιος, γιατί η γοητεία που εξασκεί στους ανθρώπους  δεν οφείλεται ούτε στην εξωτερική του εμφάνιση-γιατί είναι άσχημος- ούτε στην ομορφιά των λόγων του, γιατί χρησιμοποιεί κοινές λέξεις. Η γοητεία του Σωκράτη οφείλεται στο ότι ο λόγος του είναι θεϊκής προέλευσης. Είναι ενσαρκωμένος ο «δαίμων Έρως»!

Επανερχόμενος στη συζήτηση του Συμποσίου περί της θεότητας ή μη του έρωτα, οι απόψεις των ομιλητών περί της θεότητας του έρωτα συμπλέουν, πλην της ασυμφωνίας του Σωκράτη και της μνημονευόμενης Διοτίμας, για την οποία ο έρως είναι δαίμων, δηλαδή μεταξύ θνητού και θεού, επομένως θα πρέπει να τείνει  προς το θείον, του οποίου η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα είναι η ευδαιμονία. Για την πλατωνική θεωρία, έρως είναι πόθος για την απόκτηση ευδαιμονίας. Ο πόθος αυτός χαρακτηρίζει σχεδόν όλο τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.

Για την πλήρη κατανόηση του φαινομένου «έρως», σύμφωνα και με τη νεώτερη επιστημονική αντίληψη, πρέπει να βγει κανείς από τα στενά όρια της γενετήσιας ορμής και των συμβατικών κοινωνικών θεσμών. Να τοποθετηθεί σε επίπεδο μεταφυσικό, συναντώντας το πλατωνικό σύστημα το οποίο αποτελεί την πρωταρχική πηγή της ουσίας, το ύψιστο νόημα της ζωής, που τελικά είναι το αγαθόν. Για τον Πλάτωνα, ο έρως είναι πόθος ευδαιμονίας. « Έστιν άρα ξυλλήβδην ο έρως του το αγαθόν αυτώ είναι αεί»

ΣΩΚΡΑΤΗΣ- ΔΙΟΤΙΜΑ

Νεώτερος ο Σωκράτης, σε διαλογική συζήτηση με τη Διοτίμα, ισχυρίστηκε ότι ο έρως είναι θεός μεγάλος και ανήκει στα ωραία. Ήταν κοινή η αντίληψη αυτή, μια αντίληψη που παρουσιάστηκε από όλους τους συμπότες. Με αυτή τη θέση έκλεισε και η ομιλία του Αγάθωνα, η οποία εγκωμιάστηκε από όλους.

Όταν, λοιπόν, ο Σωκράτης είχε αναφέρει στη Διοτίμα, ότι ο έρως είναι θεός, εκείνη τον αντέκρουσε με το: «ούτε ωραίος είναι ο έρως ούτε αγαθός», και ο Σωκράτης: «τι είναι αυτό που λέγεις, Διοτίμα; Άσχημος είναι ο έρως και κακός;( αισχρός άρα ο έρως εστί και κακός); ΔΙΟΤΙΜΑ: «Νομίζεις πως ό,τι  δεν είναι ωραίο είναι κατ’ ανάγκη και άσχημο»;( ή οίει ό,τι αν μη καλόν  αναγκαίον, αυτό είναι αισχρόν;)  ΣΩΚΡΑΤΗΣ: -Βέβαια ( μάλιστα γε). ΔΙΟΤΙΜΑ: - «Ώστε και ό,τι δεν είναι σοφό, είναι ανόητο»;( ή και αν μη σοφόν, αμαθές;). Δεν  έχεις προσέξει(αισθανθεί), λοιπόν,  ότι μεταξύ σοφίας και  μωρίας υπάρχει ένα μέσον»; (ή ουκ ήσθησαι ότι εστιν τι μεταξύ σοφίας και αμαθείας;).-ΣΩΚΡΑΤΗΣ: «Ποίο είναι αυτό»; ΔΙΟΤΙΜΑ: «Το να έχει κανείς ορθή παράσταση, χωρίς να μπορεί να τη δικαιολογήσει, είναι δε ορθή παράσταση κάτι μεταξύ της φρονήσεως και της μωρίας…Εφόσον, όπως αναγνωρίζεις, ο έρως δεν είναι ούτε καλός ούτε ωραίος, δεν υπάρχει λόγος να νομίζεις με αυτό πως πρέπει απαραίτητα να είναι άσχημος και κακός και όχι κάτι μεταξύ αυτών των δύο»  απαντά η Διοτίμα.

Συνεχίζοντας η Διοτίμα ερωτά το Σωκράτη: « Δεν παραδέχεσαι ότι όλοι οι θεοί είναι ευδαίμονες και ωραίοι»; -« Ναι», απαντά ο Σωκράτης. ΔΙΟΤΙΜΑ: «Ευδαίμονας δε ονομάζεις όσους έχουν τ’αγαθά και τα ωραία, ή όχι;»( Ευδαίμονας δε δη λέγεις ού τους τ’αγαθά και τα καλά κεκτημένοις;) -ΣΩΚΡΑΤΗΣ:«Πανυ γε»
 (φυσικά).

ΔΙΟΤΙΜΑ: «Έχεις όμως αναγνωρίσει ότι ο Έρως ποθεί τα αγαθά και τα ωραία, επειδή του λείπουν». –« Το έχω, πράγματι», απαντά ο Σωκράτης.

ΔΙΟΤΙΜΑ: « Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να είναι θεός ο στερούμενος τα ωραία και τα αγαθά»;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: « Αποκλείεται, έτσι φαίνεται»

ΔΙΟΤΙΜΑ: « Βλέπεις, λοιπόν,  ότι και σύ δε θεωρείς θεό τον έρωτα»

Στη συνέχεια του διαλόγου η Διοτίμα στην απορία του Σωκράτη: «Τι είναι ο έρως, θνητός»;

ΔΙΟΤΙΜΑ: «Κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου»

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: « Δηλαδή, Διοτίμα, τι είναι ο Έρως»;

ΔΙΟΤΙΜΑ: «Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Κάθε τι δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού». ΣΩΚΡΑΤΗΣ: «Ποια είναι η δράση του»;

ΔΙΟΤΙΜΑ: « Να μεταφράζει και να μεταβιβάζει εις τους θεούς τα προερχόμενα εκ των ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν (των ανθρώπων) τις προσευχές και τις θυσίες, τούτων δε (των θεών) τις προσταγές και τις ανταποδόσεις. Ευρίσκεται εις το μέσον  και των δύο, γεμίζει το κενόν, ώστε το σύμπαν να έχει εσωτερική συνοχή (…ώστε το παν αυτό αυτώ ξυνδεδέσθαι).

Συμπέρασμα. Από τη σύντομη και συμπιεσμένη παρουσίαση του μνημειώδους έργου του Πλάτωνος, όπως είναι το Συμπόσιο, αποκομίζω ο ίδιος προσωπικά αρκετές πληροφορίες, αλλά  και γνώσεις για τη ζωή και τις αντιλήψεις των αρχαίων προγόνων. Για τα θέματα αυτά θα κάνω προσεχώς ειδική αναφορά.

Κρίνω χρήσιμο εδώ να κάνω συμπληρωματικά μια σύντομη αναφορά στη λεγόμενη «παιδεραστία» των αρχαίων. Δεν έχει καμιά σχέση με τη σύγχρονη έννοια της διεστραμμένης προτίμησης ενηλίκων προς ανηλίκους. Ό Αθηναίος ενήλικος («εραστής») είχε ως καθήκον να ετοιμάσει το νέο αγόρι («αγαπημένο», «ερώμενο»), ώστε να γίνει ένας « καλός κ’αγαθός» πολίτης και ένας πολεμιστής για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συμμετείχε έτσι αυτός (ο «εραστής») στο έργο του «παιδοτρίβη»: της αγωγής των παίδων. Ήταν μια σχέση μόνο μεταξύ αρρένων. Η αγωγή των νέων στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί μιαν άλλην ενότητα.    

  

                                         Γιάννης Γουργιώτης

Προσαρμοσμένη αναζήτηση