Η ιστορία ενός κομμένου χιαστού (ενός άγνωστου συγγραφέα)

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 26 Δεκεμβρίου 2014 11:44 Η ιστορία ενός κομμένου χιαστού (ενός άγνωστου συγγραφέα)

Είναι Παρασκευή βράδυ, λίγο πριν τις εννέα και μισή, και βρίσκομαι στις κερκίδες ενός κλειστού γυμναστηρίου σε μια συνοικία στα νότια προάστια της Αθήνας. Έχω έρθει να παρακολουθήσω έναν αγώνα μπάσκετ μεταξύ δυο ομάδων ερασιτεχνικής κατηγορίας. Δεν είναι κάποιο σπουδαίο παιχνίδι. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, οι θεατές δεν ξεπερνούν τα εκατό άτομα. Λογικά θα πρόκειται για γνωστούς και συγγενείς των παιχτών, ανθρώπους των δυο ομάδων, ίσως και κάποιους φανατικούς φίλους του ερασιτεχνικού μπάσκετ, όπως είμαι και εγώ.

Η βροχή έξω από το γήπεδο είναι καταρρακτώδης αυτήν τη φθινοπωρινή νύχτα, αλλά η επιθυμία μου να παρακολουθήσω την αναμέτρηση ήταν παραδόξως αρκετά μεγάλη, ώστε να αγνοήσω με ευκολία την οποιαδήποτε ταλαιπωρία της μετάβασής μου στο γήπεδο και να διασχίσω με προσμονή τα λίγα μέτρα που χώριζαν το μέρος, όπου στάθμευσα το αυτοκίνητό μου, μέχρι την είσοδο του γυμναστηρίου. Είχα φτάσει λίγο πριν την έναρξη του αγώνα, λίγο πριν το jump-ball, όπως λέμε στην μπασκετική ορολογία. Κάθισα στην πρώτη από τις λιγοστές, περίπου πέντε με έξι, σειρές θέσεων των κερκίδων αυτού του μικρού συνοικιακού κλειστού γηπέδου. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στον αγωνιστικό χώρο, όπου οι παίχτες των δυο ομάδων είχαν αρχίσει να χαιρετιούνται μεταξύ τους καθώς και με τους διαιτητές, όπως εθιμοτυπικά συμβαίνει κάθε φορά πριν την έναρξη του αγώνα. Για να είμαι ειλικρινής, μπορεί και να αναγνώρισα δυο ή τρεις παλιούς αντιπάλους μου, από την εποχή που έπαιζα κι εγώ ο ίδιος στα εφηβικά πρωταθλήματα, πολύ πριν ένας τραυματισμός στο γόνατο μού στερήσει τη δυνατότητα να μετέχω σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ίσως πάλι, και μάλλον αυτό είναι πιο πιθανό, η εντύπωσή μου αυτή να ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση, επειδή μέσα μου μπορεί να κυριάρχησε μια υποσυνείδητη επιθυμία να θεωρώ ότι η ηλικία μου δεν είναι ακόμα απαγορευτική για αγωνιστικό μπάσκετ, τουλάχιστον σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Ξαφνικά, η ματιά μου έπεσε στην πλάγια γραμμή του γηπέδου που βρισκόταν μόλις πενήντα με εξήντα εκατοστά μπροστά μου. Θα μπορούσα να κάνω ένα μόνο βήμα και να βρεθώ μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Αυτή η σκέψη με γέμισε με ένα έντονο, αλλά απροσδιόριστο, συναίσθημα, σίγουρα, όμως, δυσάρεστο. Αισθάνθηκα να βυθίζομαι σε μια δίνη μελαγχολίας, στεναχώριας, ίσως και νοσταλγίας, δεν είμαι βέβαιος. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν τόσο κοντά στο γήπεδο, μόλις λίγα εκατοστά από τα όριά του, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά, αφού το μπάσκετ ήταν πια για μένα μια ανέφικτη πολυτέλεια.

Αλήθεια, γιατί έπρεπε να τα σκεφτώ όλα αυτά; Το μυαλό μου ταξίδεψε, χωρίς τη θέλησή μου πρέπει να πω, δεκαέξι χρόνια πίσω, όταν,παίζοντας ποδόσφαιρο με φίλους, τραυματίστηκα σοβαρά στο δεξί γόνατο. Τι ανοησία κι αυτή. Ίσως αν είχα τραυματιστεί σε ένα παιχνίδι μπάσκετ, του αγαπημένου μου αθλήματος, η θλίψη να ήταν μικρότερη. Ήμουν μόλις εικοσιενός ετών, μικρό παιδί ακόμα, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα μου. Ήταν Νοέμβριος, λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά μου, αυτό το θυμάμαι με σχετική σιγουριά. Ευτυχώς, δεν μπορώ να ανακαλέσω την ημερομηνία, γιατί κάθε χρόνο αυτή η μέρα θα αποτελούσε μια θλιβερή επέτειο που θα στοίχειωνε την υπόλοιπη ζωή μου. Στη μνήμη μου ήρθε ο χαρακτηριστικός ήχος της στιγμής του τραυματισμού, κάτι σαν «κρακ» το θυμάμαι, και ο πόνος που ένιωσα. Τα λόγια του ακτινολόγου, μόλις βγήκα απ’ το θάλαμο του μαγνητικού τομογράφου ήταν ο προάγγελος όλων αυτών που θα ακολουθούσαν: «Είναι ρήξη πρόσθιου χιαστού, δυστυχώς». Ακόμα και τότε, όμως, δεν απελπίστηκα. Ήμουν νέος και δυνατός, θα το αντιμετώπιζα με επιτυχία, ήμουν σίγουρος. Τί παραπάνω είχαν από μένα τόσοι αθλητές που τα κατάφεραν; Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν τελικά πολύ πιο σκληρή.

Τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα καθώς ταξιδεύω πίσω στο χρόνο. Ευτυχώς, οι φίλαθλοι στο γήπεδο είναι λίγοι και απασχολημένοι με τον αγώνα και με συζητήσεις μεταξύ τους, οπότε δεν κινδυνεύω να με προσέξουν. Άλλωστε, δεν με νοιάζει. Προσπαθώ να διαχειριστώ τον χείμαρρο των άσχημων αναμνήσεων από τότε, δεκαέξι χρόνια πριν. Πώς πέρασε έτσι τόσος καιρός; Πώς έζησα όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να κάνω αυτό που αγαπώ τόσο πολύ, να παίζω μπάσκετ με τους φίλους μου; Μου είναι δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις.

Το μυαλό μου πήγε κι άλλο πίσω στο χρόνο και θυμήθηκα τη φάση που πέτυχα το πρώτο μου καλάθι σε επίσημο παιχνίδι. Βρισκόμουν τώρα νοερά σε ένα ανοιχτό τσιμεντένιο γηπεδάκι στον Ασπρόπυργο, περισσότερα από είκοσι χρόνια πριν. Αγωνιζόμουν με την παιδική ομάδα του ΑΟΚ και φορούσα το νούμερο 6, όπως ο Νίκος Γκάλης, το ίνδαλμά μου, που εκείνη την εποχή μόλις είχε μεταγραφεί στον Παναθηναϊκό. Όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να θυμηθώ το τελευταίο μου καλάθι σε επίσημο αγώνα, ούτε καν τον ίδιο τον τελευταίο αγώνα. Είναι λογικό, άλλωστε, αφού πιστεύω ότι όταν το πετύχαινα, δεν φανταζόμουν ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια.

Το βασανιστικό ταξίδι μου μέσα στις αναμνήσεις συνέχισε την αλλοπρόσαλλη χρονικά πορεία του, κάνοντας μια στάση στις παρηγορητικές προσπάθειες των δικών μου ανθρώπων την περίοδο μετά τον τραυματισμό μου. Το βασικό μοτίβο των λεγομένων τους περιελάμβανε νουθεσίες να παρατήσω το μπάσκετ, το οποίο ήταν για αυτούς μια ανούσια απασχόληση, και να αποφύγω οποιεσδήποτε σκέψεις να ακολουθήσω το δύσκολο και αβέβαιο δρόμο της χειρουργικής αποκατάστασης. Όλα αυτά, όμως, ήταν ακατανόητα για μένα. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να μείνει μέσα του για πάντα παιδί, όταν πρέπει να στερηθεί το παιχνίδι; Δυστυχώς, εκείνη την εποχή απέφυγα να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα και διάλεξα τον εύκολο δρόμο της φυγομαχίας. Εγκατέλειψα αυτό που αγαπούσα τόσο πολύ και συμβιβάστηκα με τις συμβουλές των δικών μου ανθρώπων σε μια κατάσταση που πολύ αργότερα θα αναγνώριζα μόνο εγώ, οφείλω να ομολογήσω, ως αναπηρία.

Πάντως, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ βολικό. Εγώ είμαι ο αποκλειστικός υπαίτιος της ήττας σε μια μάχη που δεν έδωσα ποτέ. Η προσωπική δειλία μου, πέρα από τον ίδιο τον τραυματισμό, ήταν αυτή που με παρόπλισε και το συνειδητοποιώ τώρα, περίπου μισό μέτρο μακριά από τη γραμμή του αγωνιστικού χώρου. Μέσα σε μια στιγμή, πριν από δεκαέξι χρόνια, έθαψα την παιδική ψυχή μου με έναν αναπάντεχα άσχημο τρόπο, της ρήξη ενός χιαστού. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν η ακεραιότητα ενός συνδέσμου λίγων εκατοστών να καθορίζει την παιδικότητα ενός ατόμου; Αυτό δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ.

Προς υπεράσπισή μου, θέλω να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν εγκατέλειψα την ελπίδα ότι κάποια στιγμή μπορεί να ξαναπαίξω. Πάντα στο μυαλό μου υπήρχε κάποιο σχέδιο επιστροφής μου στα γήπεδα, το οποίο, όμως, δεν τηρήθηκε ποτέ. Βασικός αντίπαλός μου ήταν ο φόβος. Άλλωστε, ακόμα και οι γιατροί είχαν αντικρουόμενες απόψεις για την ενδεχόμενη επιτυχία και τα πιθανά οφέλη μιας χειρουργικής αποκατάστασης. Σύμμαχος μου στην απραξία ήταν η αναβλητικότητα. Με διάφορες αφορμές πάντα μετέθετα για το μέλλον την προσπάθεια για μια επιστροφή στα γήπεδα, η οποία δεν έγινε ποτέ. Ωστόσο, η επιθυμία μου δεν έσβησε ποτέ. Πόσο θα ήθελα να είχα μπορέσει να ξαναπαίξω έστω για μια σαιζόν, έστω για ένα παιχνίδι, έστω για ένα λεπτό. Πόσο θα ήθελα να έρθει ο πατέρας μου να με παρακολουθήσει από την εξέδρα να παίζω, να ξανααισθανθώ παιδί, έστω για μια φορά.

Ο ήχος της κόρνας της γραμματείας σημαίνει τη λήξη του πρώτου δεκαλέπτου και ταυτόχρονα διακόπτει τις σκέψεις μου. Σηκώνω το βλέμμα μου από την πλάγια γραμμή του γηπέδου και συνειδητοποιώ ότι άθελα μου ταξίδεψα σε μια άβυσσο δυσάρεστων αναπολήσεων για δέκα ολόκληρα αγωνιστικά λεπτά. Άραγε, ποιες θλιβερές αναμνήσεις θα με επισκεφτούν κατά το δεύτερο δεκάλεπτο του αγώνα; Πώς θα τις αντιμετωπίσω; Για μια ακόμα φορά αποφασίζω να ακολουθήσω το δρόμο της φυγής και όχι της μάχης. Σηκώνομαι από τη θέση μου και αποχωρώ από το γήπεδο. Όταν βγαίνω από την πόρτα της εξόδου, γνωρίζω καλά ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που ήρθα ως φίλαθλος σε κάποιο αγώνα. Η σχέση μου με το μπάσκετ, το άθλημα που αγάπησα τόσο πολύ, ολοκληρώνεται αυτήν την ημερολογιακά φθινοπωρινή, αλλά μέσα μου χειμωνιάτικη,νύχτα με μια υπέρτατη πράξη δειλίας. Ο ανίκητος εχθρός μου, η ρήξη ενός χιαστού, με υποχρέωσε στην τελειωτική ήττα. Αρχικά με έδιωξε από το γήπεδο και τώρα, δεκαέξι χρόνια μετά, με διώχνει και από την κερκίδα.

Από έναν άγνωστο συγγραφέα

Προσαρμοσμένη αναζήτηση