Μάτι: Επέστρεψε στο σπίτι της μετά από 16 μήνες η τελευταία εγκαυματίας

Δημοσιεύτηκε: Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2019 14:10 Μάτι: Επέστρεψε στο σπίτι της μετά από 16 μήνες η τελευταία εγκαυματίας

Στο σπίτι της επέστρεψε η τελευταία γυναίκα από τους 58 εγκαυματίες από την φονική τραγωδία στο Μάτι με τους 102 νεκρούς.

Ο λόγος για 66χρονη Πηνελόπη Κωνσταντάκη, η οποία πήρε εξιτήριο από το κέντρο αποκατάστασης Θησέας το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019. Όπως επισημαίνει το Παρατηρητήριο για το Μάτι στο αφιέρωμα για την γυναίκα, ήταν η πιο βαριά περίπτωση εγκαυματία από τις περιπτώσεις που επέζησαν.

Οι φίλοι της στο Μάτι λοιπόν της ετοίμασαν μία εγκάρδια, χριστουγεννιάτικη στο καφέ «Άρτιον» στο Μάτι,  καθώς περίπου 30 άτομα την υποδέχτηκαν: φίλοι, γείτονες αλλά και άνθρωποι που δεν την γνώριζαν αλλά είχαν ακούσει για την ιστορία της.

Το εξιτήριο από τον τελευταίο «σταθμό» της νοσηλείας της, το κέντρο αποκατάστασης «Θησέας», το πήρε στα χέρια της το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου. Την υποδοχή στο καφέ Άρτιον οργάνωσαν ο Αλέξης Ανδρονόπουλος και η Μαρίνα Καρύδα, δύο μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Κατοίκων στο Μάτι Αττικής (ΣΕΚΜΑ), που ανέλαβαν εθελοντικά από τις πρώτες κιόλας μέρες της καταστροφής, τον συντονισμό της αποκατάστασης των εγκαυματιών, διεκδίκησαν την οικονομική τους στήριξη και πάλεψαν για την εξειδικευμένη ιατροφαρμακευτική τους κάλυψη. «Τους αισθανόμαστε σαν συγγενείς», λένε οι έτεροι «συμμέτοχοι» στην έκπληξη: ο αδερφός της Πηνελόπης, Γιώργος και η σύζυγός του Ελένη, που δεν έφυγαν στιγμή από το πλευρό της όλους αυτούς τους μήνες.

«Είχα συμπαράσταση από την οικογένειά μου και τους φίλους μου και αυτό ήταν σημαντικό πολύ», λέει η ίδια.

Εκτός από δυσκολίες στο βάδισμα, η βαριά κληρονομιά της Πηνελόπης, από τη πυρκαγιά και τις επιπλοκές που παρουσιάστηκαν κατά τη νοσηλεία της, περιλαμβάνει μειωμένη ακοή και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που συνοδεύεται από τακτικές πολύωρες αιμοκαθάρσεις εφόρου ζωής.

Αρκεί η ερώτηση “πού μένετε;” για να αρχίσει να μας αφηγείται την ιστορία της, χωρίς μελοδραματισμούς, τους οποίους απεχθάνονται οικογενειακώς, όπως μας ξεκαθαρίζουν εξαρχής.

Η φωτιά

«Μένω στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η φωτιά ήρθε εκεί απροσδόκητα. Το κατάλαβα από τον θόρυβο, άκουγα μαρσαρίσματα και μεγάλη κινητικότητα. Βγαίνω έξω και βλέπω μια μεγάλη φλόγα που σε λίγα δευτερόλεπτα ήρθε πίσω από το σπίτι, άρχισα λοιπόν να καταβρέχω. Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο σκέφτηκα ότι πρέπει να φύγω. Πήρα τα απαραίτητα, τα χαρτιά μου και κάτι χρήματα. Από τη βιασύνη μου άφησα τα κλειδιά στην πόρτα. Η φωτιά δυνάμωνε, το αυτοκίνητο ήταν αδύνατον να το πάρω, η περιοχή είχε σκοτεινιάσει από τους καπνούς, είδα την πόρτα ενός φιλικού σπιτιού ανοικτή και μπήκα. Όμως στην αυλή δεν υπήρχε σκέπαστρο και είχε πολλά πεύκα. Τα κουκουνάρια έπεφταν αναμμένα στους ώμους μου, στα πόδια μου, γιατί φορούσα βερμούδα και ήμουν ακάλυπτη και όπου ήταν ακάλυπτο το σώμα μου κάηκε. Και κάηκα πολύ. Είχαν 40% βάθος τα εγκαύματα που έπαθα, αλλά από την υπερένταση δεν είχα καταλάβει τίποτα. Τα έδιωχνα από πάνω μου με γυμνά χέρια. Όταν καταλάγιασε η φωτιά βγήκα έξω στο δρόμο όπου ήταν η πυροσβεστική και μου είπε “δεν πρέπει να κυκλοφορείτε μόνη σας αλλά πρέπει να βρείτε κάποιον να σας πάει στη Ραφήνα”. Μπροστά από το πυροσβεστικό ήταν ένας νεκρός, μπρούμυτα. Μου λένε οι πυροσβέστες, “μην κοιτάτε γύρω σας καλύτερα”. Για καλή μου τύχη πέρασε ένας γείτονας και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητό του μαζί με άλλο ένα ζευγάρι και πήγαμε στη Ραφήνα. Με άφησε σε μια καφετέρια. Εκεί, όσο περνούσε η ώρα αισθανόμουν άσχημα. Κόντευα να λιποθυμήσω. Οι άνθρωποι με περιποιήθηκαν πάρα πολύ, στο τέλος έφεραν ασθενοφόρο. Την ώρα που έμπαινα μέσα, έφτασε ο αδερφός μου».

«Την άκουσα στο τηλέφωνο και την καθησύχασα στην αρχή, λέω “περίπου στη Μαραθώνος είναι” (η φωτιά) και μετά από πέντε λεπτά ξαναπήρα και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Είχε φύγει. Αποφασίζουμε λοιπόν να έρθουμε» θυμάται ο Γιώργος. Λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης ο αδερφός της Πηνελόπης και η κουνιάδα της κατάφεραν να φτάσουν από το Μαρούσι όπου μένουν στη Ραφήνα μετά από δύο ώρες, απόσταση που υπό κανονικές συνθήκες θέλει μισή ώρα. «Την πετύχαμε τη στιγμή που έμπαινε στο ασθενοφόρο. Τη συνόδευσε η Ελένη. Από εκεί και πέρα επειδή ήταν σε θάλαμο γυναικών, η σύζυγος ήταν η πρώτη γραμμή, εγώ ήμουν η δεύτερη» λέει ο Γιώργος που πιστεύει ότι αν έμενε στην ίδια περιοχή με την αδερφή του θα την είχε σώσει. «Αν μέναμε κι εμείς εδώ δεν θα καιγόταν. Άλλο να είσαι μόνη σου και άλλο να έχεις κόσμο μαζί», υποστηρίζει. «Έπρεπε να πάρω αποφάσεις μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και προτίμησα να κλείσω το σπίτι, να πάρω τα απαραίτητα και να φύγω. Το σπίτι δεν κάηκε. Σώθηκε. Ο κήπος κάηκε. Τα δέντρα. Τα παράθυρα και τα παντζούρια ήταν αλουμινίου με διπλά τζάμια και δεν πέρασε μέσα στο σπίτι η φωτιά. Παρόλα αυτά το βορινό τζάμι έλιωσε, έσπασε», λέει η Πηνελόπη.

Στο νοσοκομείο

«Αρχικά με πήγαν στον Ευαγγελισμό και μετά έγινε ένας διαχωρισμός. Εγώ πήγα στο Λάτσειο (Κέντρο Εγκαυμάτων). Το καλό που είχαν ήταν ότι δεν ανέπνευσα καπνό. Πήγα στο νοσοκομείο και είχα 98% οξυγόνο, που ήταν πολύ καλό. Μετά από δέκα μέρες έγινε η πρώτη επέμβαση, έκανα επτά πλαστικές επεμβάσεις, άρχισαν οι πόνοι οι φοβεροί, οι αλλαγές (των επιθεμάτων) που ήταν σαν να σου βγάζουν το δέρμα, όλα. Έπαθα πολλά σηψαιμικά σοκ και από εκεί με πήγαν δίπλα, στο Θριάσιο στην εντατική» θυμάται.

«Το πρώτο σηψαιμικό σοκ έγινε περίπου τέλη Σεπτεμβρίου του 2018» μας λέει ο Γιώργος. «Την έβαλαν στην εντατική για 15 ημέρες με 41 πυρετό και με την αντιβίωση έπεφτε στο 39, στο 39,5».

«Δεν μπορούσαν να βρουν μία αντιβίωση που να με πιάνει. Έκαναν μία ομπρέλα αντιβίωσης. Κάποια στιγμή σταμάτησαν να λειτουργούν τα νεφρά μου και είχα διόγκωση ήπατος. Βρήκαν ένα παλιό αντιβιοτικό που το είχαν σε αχρηστία και αυτό λειτούργησε σε μένα. Το συκώτι επανήλθε, αλλά τα νεφρά όχι και έγινα νεφροπαθής», συμπληρώνει η Πηνελόπη. «Από την πολλή αντιβίωση επηρεάστηκε και η ακοή. Έχω πάθει ωτοσκήρυνση και δεν ακούω από εδώ και πίσω», λέει δείχνοντας στην ευθεία των αυτιών της.

«Τα περσινά Χριστούγεννα ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Την περιμέναμε. Ήταν το δεύτερο σηψαιμικό σοκ», λέει ο αδερφός της Πηνελόπης. «Δόθηκε μεγάλη μάχη από τους γιατρούς στο Λάτσειο και στο Θριάσιο για να την κρατήσουν στη ζωή, γιατί τα σηψαιμικά σοκ ήταν αλλεπάλληλα. Η αντιβίωση και η μορφίνη που δέχθηκε ήταν με τους κουβάδες όχι με τις σύριγγες», προσθέτει ο ίδιος.

«Από τη μορφίνη και τα φάρμακα είχα και παραισθήσεις. Δημιουργούσα ιστορίες διάφορες που δεν είμαι σίγουρη έως τώρα τι ήταν πραγματικό και τι όχι γιατι τα ζούσα σαν αληθινά. Έλεγα ιστορίες ότι με έχουν απαγάγει, ότι κάνουν πειράματα αντοχής πάνω μου, ότι έγινε ένας φόνος στο δωμάτιό μου», αφηγείται η Πηνελόπη.

«Το ωραίο», λέει ο Γιώργος με μία δόση ειρωνείας, «είναι ότι στην αρχή πιστεύαμε ότι θα ήταν 25 ημέρες νοσηλευόμενη όπως μας είχαν πει στον Ευαγγελισμό». «Και από 25 ημέρες έμεινε εκεί (Λάτσειο και Θριάσιο) 8 μήνες» εκ των οποίων οι μισοί ήταν στην εντατική, συμπληρώνει η Ελένη που επί τέσσερις μήνες είχε ξεχάσει πώς είναι να κοιμάσαι σε κρεβάτι. «Αφού όταν φύγαμε τους είπα ότι θα πάρω και την πολυθρόνα μαζί», λέει αστειευόμενη. «Όλον αυτόν τον καιρό δεν έμεινε ούτε λεπτό μόνη της. Μόνο στα γενέθλια του εγγονού μου έλειψα».

«Εγώ είχα επίγνωση. Τους έλεγα ότι είναι ζήτημα αν θα είμαι σπίτι τα Χριστούγεννα (του 2018)», λέει η Ελένη που έχει σπουδάσει ιατρική αλλά δεν κατάφερε να εξασκήσει το επάγγελμα. Όπως μας εξηγεί ο αδερφός της ένας από τους λόγους που δεν εργάστηκε είναι το γεγονός ότι επιφορτίστηκε με τη φροντίδα των γονιών τους, οι οποίοι πλέον έχουν φύγει από τη ζωή, η μητέρα από καρκίνο του μαστού και ο πατέρας πλήρης ημερών στα 98 έτη του.

Τα πρώτα βήματα

Μετά το Θριάσιο σειρά είχε το κέντρο αποκατάστασης «Θησέας» όπου νοσηλεύθηκε άλλους οκτώ μήνες. «Πήγαμε εκεί στις 19 Μαρτίου και άρχισα φυσιοθεραπείες. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα για είχα μείνει πολύ καιρό στο κρεβάτι. Ήταν δύσκολο να σηκωθώ. Τελικά με προσπάθεια μεγάλη τα κατάφερα και περπάτησα αρχικά με rollator και μετά με το πι. Μου έλεγαν “θα περπατήσεις” αλλά δεν ήξεραν σε τι σημείο θα φτάσω, αλλά κατάφερα να περπατάω χωρίς κανένα βοήθημα και αυτή ήταν μεγάλη δουλειά. Αφού κι αυτοί έμειναν έκπληκτοι», αφηγείται η Πηνελόπη.

Στην ερώτηση αν της έλειψε κάτι όλον αυτόν τον καιρό που ήταν μακριά από το σπίτι της η απάντησή της είναι αφοπλιστική. «Δεν μου έλειψε τίποτα. Είχα πολλή υπομονή. Έβλεπα ότι έπρεπε να μείνω και να κάνω φυσιοθεραπείες κι αυτό προείχε. Δεν είχα άγχος. Δεν μου έλειπε τίποτα. Είχα βάλει στόχο ότι θα περπατήσω και ότι θα περπατήσω καλά. Είχα πολλή μεγάλη θέληση.

Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν ξαφνικά είχα μία θεαματική βελτίωση. Αρχικά είχα απογοητευθεί λίγο γιατί έκανα πολλές φυσιοθεραπείες και δεν σηκωνόμουν. Αλλά κρατούσα την πίστη μου και έλεγα κάποια στιγμή θα γίνει, όπως κι έγινε σε μία στιγμή που δεν το περίμενα. Σηκώθηκα σαν να με είχαν κουρδίσει και περπατούσα μόνη μου μέσα στο δωμάτιο. Είχα πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στο μυαλό μου. Αυτό ήταν το πρώτο που με έσωσε».

«Οι γιατροί από την εντατική στο Θριάσιο και το Λάτσειο που έδωσαν μάχη και τους ευχαριστούμε, είπαν ότι αυτό (το ότι ανένηψε) οφείλεται στον οργανισμό της. Έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι δεν ήταν παχιά, δεύτερον το ότι φρόντιζε τη διατροφή της, δεν έπινε, δεν κάπνιζε» λέει ο Γιώργος.

«Έκανα πολλή γυμναστική. Περπατούσα, κολυμπούσα, έκανα χορό. Το σώμα μου ήταν ελαστικό, εύκολο. Στη φυσιοθεραπεία ήμουν το πρότυπο, γι αυτό ανένηψα εύκολα. Αλλά βασικά το ήθελα», τονίζει η Πηνελόπη.

«Το πόδι μου το ένα, το αριστερό, είναι ακόμη μουδιασμένο, έχω και τώρα δυσκολίες και προβλήματα, αλλά το παλεύω και μένω στα καλά. Δεν μιζεριάζω. Βλέπω πάντα το ποτήρι μισθογεμάτο, όχι μισοάδειο. Δεν έπεσε η ψυχολογία μου ποτέ κι έδινα εγώ τελικά θάρρος στους άλλους και πορεύομαι έτσι».

«Και η ψυχολόγος και οι φυσιοθεραπευτές μου έλεγαν: Μας εμπνέετε, εσείς μας δίνετε πράγματα για τη ζωή, για το σθένος. Γιατί δεν είναι πολλά άτομα ψυχικά σθεναρά», συμπληρώνει.

«Εχθές που έφευγα, ήρθαν ένας προς ένας στο δωμάτιο να με αποχαιρετήσουν και κλαίγαμε. Όλοι, το νοσηλευτικό προσωπικό, ο γιατρός, οι φυσιοθεραπευτές, οι τραπεζοκόμες, οι μεταφορείς, οι καθαρίστριες».

Η επιστροφή

Στο σπίτι της πλέον, οι πρώτες εντυπώσεις από την περιοχή όπου μένει από μικρό παιδί και αντικρίζει για πρώτη φορά μετά τις 23 Ιουλίου 2018 είναι έντονες.

«Με ξενίζει το τοπίο. Μου θυμίζει τη δεκαετία του ‘60 όταν ήρθαμε, χωρίς τα τόσα σπίτια. Έτσι ήταν, χωρίς πολλή βλάστηση, είχε κάποια πεύκα, αλλά δεν είχε τόσα σπίτια. Αυτό με ξένισε πάρα πολύ. Δεν είχα ιδρυματοποιηθεί παρόλο που κάθισα τόσο καιρό στα νοσοκομεία, δεν με πείραξε αυτό. Με πείραξε η αλλαγή του τοπίου. Έμεινα έκπληκτη. Δεν μπορώ να το συνηθίσω. Γιατί εγώ στο Μάτι είχα έρθει από 7 χρονών παιδί. Είχαμε παραθερίσει δύο χρόνια στο Μάτι και μετά πήραμε το οικόπεδο στο Κόκκινο Λιμανάκι».

 

Πηγή: Παρατηρητήριο για το Μάτι

Προσαρμοσμένη αναζήτηση