ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 14 oC
Αναζήτηση:

Πότε και πώς απελευθερώθηκε η Λαμία από τους Τούρκους

Πότε και πώς απελευθερώθηκε η Λαμία από τους Τούρκους

Πόσοι αλήθεια γνωρίζουμε πότε ελευθερώθηκε η πόλη μας από τους Τούρκους; Πόσοι γνωρίζουμε με ποιο τρόπο έφυγε ο Μπέης με το χαρέμι και το στρατό του,«από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου». Ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων;

Ήταν πριν 191 χρόνια. Το ημερολόγιο, εκείνη την χαρμόσυνη ημέρα, έγραφε Μεγάλη Τρίτη 28 Μαρτίου 1833 (9 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν η ημέρα που οι Τούρκοι αναχώρησαν από το Ζητούνι, όπως ονομάζονταν η Λαμία προεπαναστατικά, η ημέρα που ο Βαυαρός Αντισυνταγματάρχης Ντ’ Άλμπερτ και ο «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» Γραμματέας της Επικρατείας (ο Υπουργός δηλαδή) Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός παρέλαβαν την ελεύθερη πόλη μας μετά από 387 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς.

(Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους, γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, υπογράφτηκε από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία)

Μετά τη διάσκεψη του Λονδίνου το 1832 και τη συμφωνία της Τουρκίας για τα νέα σύνορα, η επαρχία Ζητουνίου ανήκε πια στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και στις 16 Φεβρουαρίου 1833 η Αντιβασιλεία τύπωσε διάταγμα στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με το οποίο διέτασσε «την κατάληψιν πασών των εντός των ορίων του Βασιλείου θέσεων». Την ευθύνη για την υλοποίηση αυτής της διαταγής στο Ζητούνι είχε ο Βαυαρός Αντισυνταγματάρχης Ντ’ Άλμπερτ.

Τα γεγονότα εκείνης της ιστορικής στιγμής διέσωσε ο Βαυαρός Υπολοχαγός Χριστόφορος Νέεζερ, όπως τα εξιστόρησε σ' αυτόν ο αυτόπτης μάρτυρας και υπεύθυνος για την παραλαβή της Λαμίας, Βαυαρός Λοχαγός Κουχενράυτερ, μέσα από το βιβλίο του "Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου". Αποσπάσματα του οποίου δημοσίευσε ο κ. Σωτήριος Αλεξόπουλος μέσα από το sotosalexopoulos.blogspot.com, αποκαλύπτοντας ψηφίδες της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας.

Με βάση τα στοιχεία για τους Βαυαρούς στρατιώτες του Λοχαγού Κουχενράυτερ που παραθέτει ο Νέεζερ: «οι στρατιώτες του 7ου λόχου έχουν αποκτήσει αντοχή στις κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και πειθαρχούν στον τρόπο σιτισμού τους. Αντίθετα με Βαυαρούς στρατιώτες άλλων λόχων, κάθε πρωί τρώνε ζωμό με αλεύρι. Ο ίδιος ο Λοχαγός Κουχενράυτερ επιθεωρεί τους στρατιώτες κρατώντας το ραβδί του. Οι παραβάτες αντί λεκτικής παρατήρησης, δέχονται χτύπημα με το ραβδί». Πλέκοντας το εγκώμιο του Κουχενράυτερ τον περιγράφει ως «πρακτικός ανήρ [...]τολμηρότατος και άφοβος στρατιώτης».

Η αφήγηση για την απελευθέρωση του Ζητουνίου
Σύμφωνα με το Λοχαγό Κουχενράυτερ, όπως διαβάζουμε στα απομνημονεύματα του Χριστόφορου Νέεζερ, μαζί με τον 7ο λόχο τάχθηκε υπό τη διοίκησή του ο 8ος λόχος και ο Υπολοχαγός πυροβολικού κόμης Βόθμερ, που ήταν επικεφαλής ορειβατικής τηλεβολοστοιχίας (Πυροβολαρχία της εποχής). Όμως ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης, αρνήθηκε την παράδοση γιατί ο Μπέης (Έπαρχος) της Λαμίας, είχε ξύλινο μεγαλοπρεπές νεόδμητο μέγαρο και ανέμενε εντολές από την Κωνσταντινούπολη, εάν η Λαμία θα περιλαμβάνονταν στο Ελληνικό Βασίλειο. Προφανώς ο Μπέης ήθελε να κερδίσει χρόνο προκειμένου να μην εγκαταλείψει το νεόδμητο ξύλινο μέγαρό του.

Ο Λοχαγός Κουχενράυτερ έστειλε αξιωματικό με διερμηνέα στον Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή δίνοντας προθεσμία 24 ωρών να εκκενωθεί η πόλη. Κατόπιν παρέταξε τους δύο λόχους του σε κατάλληλο ύψωμα, στο οποίο έδωσε εντολή να ανεβεί η τηλεβολοστοιχία με τα δύο ολμοβόλα της.

Οι εναπομείναντες Οθωμανοί μαζί με το Μπέη και το χαρέμι του είχαν κλειστεί στο κάστρο. Μπροστά στη σθεναρή στάση του Λοχαγού Κουχενράυτερ, το επόμενο πρωί ο Μπέης έστειλε μήνυμα ότι μετά το μεσημέρι τα βαυαρικά στρατεύματα θα μπορούσαν να εισέλθουν στο κάστρο.

Όπου φύγει φύγει
Η αποχώρηση των Οθωμανών ήταν εσπευσμένη. Έγινε τόσο βιαστικά ώστε «από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου» έριχναν τα σκεύη τους, τα προσκεφάλια, δέματα με φορέματα, παπλώματα και διάφορα έπιπλα, που γέμισαν το περιχαράκωμα γύρω από το κάστρο. Επίσης έριξαν από τα τείχη και μερικά τηλεβόλα με τους κιλλίβαντες. Όταν αναχώρησαν οι Οθωμανοί, ο Κουχενράυτερ έστειλε ένα απόσπασμα να μπει στο κάστρο. Αυτός και οι υπόλοιποι Βαυαροί στρατιώτες κατέλυσαν στο ξύλινο νεόδμητο μέγαρο του Μπέη.

Ακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο από το βιβλίο των απομνημονευμάτων του Υπολοχαγού Χριστόφορου Νέεζερ:
«Τουναντίον ο λοχαγός Κουχενράυτερ ήτο μέν αξιωματικός της παλαιάς σχολής, αλλ’ όμως και πρωτοτύπως πρακτικός ανήρ, ουδέποτε εν ουδενί απορών. Διά τούτο και ο λόχος αυτού ήκιστα εβλάβη υπό του ελληνικού κλίματος, οι δε στρατιώται χάριν επί τούτοις ώφειλον αυτώ. Ο έβδομος ούτος λόχος, εξ ανδρών εκατόν πεντήκοντα απώλεσε μόνον έξ, εν ώ χρόνω οι λοιποί λόχοι απώλεσαν 46, 54, 65 και καθ’ εξής.

Όθεν εξ ενεακοσίων ανδρών, των βαθμοφόρων μη υπολογιζομένων, επανέκαμψαν μόνον 588, των τριακοσίων δέκα του τάγματος εκείνου ταφέντων εν Ελλάδι. Αλλ’ εις τούτο δεν έπταισε το κλίμα της Ελλάδος, αλλά τα κατά της υγιεινής διαίτης πλημμελήματα των στρατιωτών ημών. Έτρωγον οπώρας και έπινον ισχυροτάτους ελληνικούς οίνους, άνευ θερμού τινος γεύματος. Λίχνοι δε επέπιπτον επί των σικύων, εξέλεγον όμως πάντοτε τα κίτρινα και σπορώδη, καίτοι ελέγετο αυτοίς ότι πυρετούς προξενούσιν.

Ούτως έπαθον πυρετόν, αλλά και κατά τούτο διήγον ατάκτως, μη υποβαλλόμενοι εις δίαιταν, τρώγοντες δε πάν το βλαβερόν. Όθεν οι πυρετοί κατήντων νευρικοί και η έκβασις απέληγεν εις θάνατον. Αλλ’ εν τω εβδόμω λόχω υπήρχεν αυστηρά επιταγή να τρώγωσιν οι στρατιώται, κατά πάσαν πρωΐαν, έτι και εν καιρώ πορείας, ζωμόν μετ’ αλεύρου. Ο λοχαγός αυτών αυστηρότατα επέβλεπε, πάση δε πρωΐα, φέρων την εαυτού ράβδον, επεθεώρει πάντας, ίνα πεισθή περί της πληρώσεως των διαταγών αυτού.

Όστις έπραττε ταναντία, ελάμβανε, φιλίως μεν και άνευ κακών λέξεων, ικανήν διά της ράβδου αμοιβήν. Ο λοχαγός Κουχενράυτερ ήτο τολμηρότατος και άφοβος στρατιώτης. Μια των ημερών διηγήσατο ημίν πώς, εν τη παραλαβή της Λαμίας, προσηνέχθη τοίς Τούρκοις, οίπερ παρείχον αυτώ πράγματα και δυσχερείας. Ότε επορεύθην εις Λαμίαν μετά του εμού λόχου και του ογδόου, ταχθέντος και αυτού υπό την διοίκησίν μου, ίνα παραλάβω την πόλιν εκείνην μετά του αρχαίου αυτής φρουρίου παρά των κατεχόντων αυτά Τούρκων, ήλθε μετ’ εμού και ο υπολοχαγός του πυροβολικού κόμης Βόθμερ, άγων ορειβατικήν τηλεβολοστοιχίαν.

Ο τούρκος στρατιωτικός διοικητής ηρνήσατο την παράδοσιν της πόλεως, διότι ο εν Λαμία μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον έχων μέγαρον Βέης, έπαρχος ών, ανέμενεν αμέσως εκ Κωνσταντινουπόλεως οδηγίας, ίνα μάθη εάν και η Λαμία περιελαμβάνετο εν τη συμβάσει. Ευκόλως κατενόησα ότι ο Βέης δεν ήθελε να καταλίπη το νεόδμητον ξύλινον μέγαρον αυτού, φρονών βεβαίως ότι ο κερδαίνων καιρόν κερδαίνει πάντα. Τότε εξέπεμψα αξιωματικόν μετά του ημετέρου διερμηνέως προς τον στρατιωτικόν διοικητήν, διαμηνύσας αυτώ ότι μόνον 24 ωρών παρέχω προθεσμίαν.

Είτα έστησα τους δύο μου λόχους επί προσφόρου υψώματος, εις ό προσέταξα ν’ αναβή η ορειβατική τηλεβολοστοιχία μετά των δύο ολμοβόλων αυτής. Οι Τούρκοι διετέλουν αποκεχωρηκότες εν τω αρχαίω ενετικώ φρουρίω, εις ό, ο τε βέης και το χαρέμιον αυτού είχον μεταβή. Όταν οι Τούρκοι είδον την σταθεράν στάσιν μου, ο βέης μοί διεμήνυσε, τη επιούση πρωΐα, ότι μετά μεσημβρίαν ηδυνάμην να εισέλθω εις το φρούριον.

Οι Τούρκοι αποχωρούντες τόσον εσπευσμένως κατέλιπον αυτό, ώστε έρριπτον από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου πάντα τα σκεύη αυτών, πολλά προσκεφάλαια, δέματα φορεμάτων, εφαπλώματα και παντοειδή έπιπλα, άπερ επλήρωσαν τα περιχαρακώματα. Προς δε έρριψαν υπέρ τα τείχη και τινα τηλεβόλα μετά των κιλλιβάντων, καίτοι ουδέν εκώλυε την ελευθέραν αυτών αποχώρησιν. Έπεμψα τότε απόσπασμα εις το κενωθέν φρούριον, εγώ δε και οι λοιποί στρατιώται κατελύσαμεν εις το ξύλινον κονάκιον, ευρόντες εν αυτώ θέσεις αρκούσας και ικανάς. Ταύτα είπεν ο λοχαγός Κουχενράυτερ.

(Η υδατογραφία του Ludwig Köllnberger «Ελληνικός εθνικός χορός στο Ζητούνι/Λαμία το Πάσχα του 1835»)

Το «μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον μέγαρον» του Μπέη
Το «μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον μέγαρον» του Μπέη, που αναφέρει στη διήγησή του ο λοχαγός Κουχενράυτερ, είναι αυτό που εικονίζεται στην υδατογραφία του Ludwig Köllnberger (1811-1892) η οποία τιτλοφορείται «Ελληνικός εθνικός χορός στο Ζητούνι/Λαμία το Πάσχα του 1835».

Όπως αναφέρει το sotosalexopoulos.blogspot.com, στο κέντρο της υδατογραφίας δεσπόζει το «μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον μέγαρον», που αναφέρει ο Κουχενράυτερ στη διήγησή του. Το κτίριο, όπως φαίνεται από την παρουσία Βαυαρών στρατιωτών στο εσωτερικό του και στον προαύλιο χώρο, χρησίμευε σαν στρατώνας. Φέρει δύο σαχνισιά με δύο νεοκλασικά τριγωνικά ξύλινα αετώματα, δείγματα λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής. Θυμίζουν έντονα τα αετώματα του διατηρητέου κτιρίου της οδού Θεοφίλου στη Θεσσαλονίκη.

Λίγο πίσω από το κτίριο υπάρχει χαγιάτι. Άλλο ένα κτίριο απλούστερης αρχιτεκτονικής σχεδίασης, λιγότερο ευήλιο με μικρότερα παράθυρα καταλαμβάνει τον υπόλοιπο χώρο στην πίσω πλευρά προς το λόφο. Ίσως χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Και τα δύο κτίρια φέρουν ψηλές καπνοδόχους για την καλύτερη διαφυγή του καπνού από τα αντίστοιχα τζάκια. Το όλο οικοδομικό συγκρότημα περιβάλλεται από μισογκρεμισμένο αμυντικό τείχος, το οποίο στηρίζεται εμπρός από τέσσερις αντηρίδες. Κατά μήκος, σε όλη τη διαδρομή του τείχους διακρίνεται πλήθος πελαργών.

(Το Κουρσούμ τζαμί)

Δίπλα στο μέγαρο διακρίνεται ο μιναρές με την ημισέλινο στην κορυφή του και δύο κεραμοσκεπείς τρούλοι από το Κουρσούμ Τζαμί. Το συγκεκριμένο τζαμί κτίσθηκε το 1816 από τον Οθωμανό διοικητή του Ζητουνίου Χαλήλ μπέη δίπλα στο σεράϊ του για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του ιδίου και του χαρεμιού του. Ψηλά στο Κάστρο κυματίζει η Γαλανόλευκη μετά από αιώνες δουλείας.

Από αριστερά: ένας ιερέας συζητάει ελαφρά σκυμμένος με έναν καθιστό άνδρα που φοράει κόκκινο φέσι και πολυτελές κόκκινο φόρεμα, δείγμα ανωτάτου πολιτικού αξιώματος που κατείχε στη διοίκηση της νεοαπελευθερωμένης πόλης. Στο δεξί χέρι του κρατάει μάλλον πίπα με τσιγάρο. Πίσω από τον ιερέα διακρίνεται ένας Βαυαρός στρατιώτης μέσα στην πύλη του αμυντικού περιτειχίσματος. Δίπλα τους δύο όρθιες γυναίκες ντυμένες με την παραδοσιακή ρουμελιώτικη φορεσιά συζητούν. Η μία γυναίκα φέρει στο δεξί χέρι της μαντήλι.

Πιο πίσω άλλη μία μισοκαθισμένη γυναίκα κρατάει στα χέρια της ένα βρέφος ενώ ακριβώς πίσω της διακρίνονται δύο Βαυαροί στρατιώτες μάλλον ιππείς. Την παράσταση κλέβουν έξι φουστανελοφόροι με κόκκινα φέσια που χορεύουν (συρτό ή τσάμικο χορό) με έκδηλο ενθουσιασμό. Δίπλα τους καθισμένος σταυροπόδι, φορώντας κόκκινο φέσι και φέροντας κάπα στους ώμους, ένας άνδρας παίζει ταμπουρά, όπως έπαιξε κι ο Μακρυγιάννης το Σεπτέμβριο του 1826 κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Ο οργανοπαίχτης παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους φουστανελοφόρους χορευτές. Τέλος δίπλα του ένας άλλος καθιστός άνδρας με κόκκινο φέσι καπνίζει ένα μακρύ τσιμπούκι.

Η παράδοση του Ζητουνίου στην εφημερίδα «Η Αθηνά»
Η παραλαβή της Λαμίας αναφέρεται ως είδηση και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Η Αθηνά», στο φύλλο 102 που κυκλοφόρησε στις 12 Απριλίου 1833. Γράφει σχετικά:
Από ανθρώπους, ελθόντας από Ζητουνίου μανθάνομεν ότι παρεδόθη και η ακρόπολις τούτου εις τα Βασιλικά στρατεύματά μας. Λέγουν ότι οι Οθωμανοί ηθέλησαν να περιπλέξουν τρόπον τινα το πράγμα ως προς την παράδοσιν της Ακροπόλεως ταύτης, αλλά τα στρατεύματά μας χωρίς να χάσουν καιρόν επλησίασαν εις την Πύλην της Ακροπόλεως, απαίτησαν αποτόμως την παράδοσίν της. και παί ούτως εκπλαγέντες οι Οθωμανοί, χωρίς να χάσουν ούτε στιγμήν εσυμφώνησαν και την παρέδωκαν εις ολίγον διάστημα ωρών.

Οι Οθωμανοί ίσως ενόμισαν ότι ο Σ. Μόναρχός μας ήθελε τους θεωρήσει με το όμμα εκείνο με το οποίον ούτοι εθεώρουν τους ραγιάδας των, όθεν και μετά την παράδοσιν της Ακροπόλεως δεν ετολμούσαν να πλησιάζουν ούτε εις αυτούς τους Ναούς των διά να προσεύχωνται εις τον Θεόν κατά την θρησκείαν των, αλλ’ ούτε εις τους μιναράδες των να ναβαίνουν, διά να προσκαλούν τους ομοθρήσκους των εις τάς τελετάς των κατά την συνήθειάν των.

Τούτο παρατηρήσας ο αρχηγός των στρατευμάτων μας επροσκάλεσε τους σημαντικωτέρους Οθωμανούς, προς τους οποίους εξέφρασε την θρησκευτικήν ελευθερίαν την οποίαν χορηγούν επίσης εις όλους οι Νόμοι της Ελλάδος, και την διάθεσιν του Σ. Μονάρχου μας εις το να υπερασπίζη απροσωπολήπτως όλους τους υπηκόους του, και όχι μόνον κατά την θρησκευτικήν των ελευθερίαν, αλλά και κατά την ασφάλειαν των προσώπων των, της ιδιοκτησίας και της τιμής (στα τουρκικά) των κλ.. δικαιώματα τα οποία βέβαια δεν έχαιρον ποτέ πραγματικώς και αυτοί οι Οθωμανοί υπό την Κυβέρνησίν των· εις ένα λόγον τους είπεν ότι οποία δικαιώματα έχουν και οι Έλληνες θέλουν έχει και αυτοί, και ούτω τους παρεκίνησε να εξακολουθούν τάς Θρησκευτικάς των τελετάς κατά τα έθιμά των.

Οι Οθωμανοί λοιπόν του μέρους εκείνου απολαύοντες ήδη δικαιώματα τοιαύτα, είναι κατά πάντα ευχάριστοι, και ζώντες με άκραν ασφάλειαν και ησυχίαν εύχονται υπέρ του Σ. Βασιλέως μας. Αι ακρόπολεις λοιπόν των Αθηνών Καραμπαμπά, Ευρίπου Καρύστου και Ζητουνίου, ευρισκόμεναι μέχρι τούδε εις χείρας Οθωμανών επέρασαν ήδη υπό την εξουσίαν της Κυβερνήσεώς μας.»

Χριστόφορος Νέεζερ
Ο Βαυαρός Υπολοχαγός Χριστόφορος Νέεζερ, (Christoph Neeser / 1808-1883) που διέσωσε, μέσα από το βιβλίο του «Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου», άγνωστες λεπτομέρειες της παράδοσης της πόλης μας από τους Τούρκους, παντρεύτηκε δύο Ελληνίδες, την Αγαθή Τρικκαλιώτη με την οποία απέκτησαν δέκα παιδιά και όταν αυτή πέθανε, τη Μαρία Γιαννακού με την οποία απέκτησαν δεκαέξι παιδιά. Σύμφωνα με το wikipedia, εγγόνια του ήταν οι σπουδαίοι ηθοποιοί: Μαρίκα Νέζερ (1906-1989), ο αδελφός της Χριστόφορος Νέζερ (1902-1995) και ο ξάδελφός τους Χριστόφορος Νέζερ (1887-1970). Ο ηθοποιός Γιώργος Πυρπασόπουλος είναι εγγονός της εξ αγχιστείας αδελφής της Μαρίκας Νέζερ.

Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός
Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ή Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, διαβάζουμε στο wikipedia, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1778. Ο πατέρας του, Νερουλός, ήταν λόγιος και κατείχε τον βαθμό του Καμαράση, ενώ η μητέρα του ήταν το γένος Ρίζου, από την οποία πήρε και το διπλό όνομα. Έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα σε βρεφική ηλικία και τον μεγάλωσε ο θείος του, Σαμουήλ Εφέσου, ο οποίος τον μόρφωσε και τον έκανε άριστο Ελληνιστή. Σε ηλικία είκοσι ετών ακολούθησε τον ηγεμόνα Κωνσταντίνο Υψηλάντη στη Μολδαβία. Λίγο αργότερα, ο θείος του, Αλέξανδρος Σούτσος, που διαδέχτηκε τον Υψηλάντη, διόρισε τον Ιάκωβο επιτετραμμένο του επί την Υψηλή Πύλη.

(Ο Αλέξανδρος Ν. Σούτσος, δραγουμάνος του στόλου, μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης και ηγεμόνας της Βλαχίας και αργότερα ηγεμόνας της Μολδαβίας)

Το 1819 ακολούθησε τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο στη Μολδαβία, όπου και έμεινε μέχρι την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μετά την αποτυχία του Υψηλάντη στη Μολδαβία, κατέφυγε στη Βεσσαραβία, στη συνέχεια στην Πίζα και τέλος στη Γενεύη. Εκεί έγραψε την περίφημη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι το 1825», ενώ γνωρίστηκε και με τον Καποδίστρια, ο οποίος τον έφερε μαζί του στην Ελλάδα το 1828, ως προσωπικό του σύμβουλο.

Στην Ελλάδα ο Ρίζος Νερουλός ανέλαβε αμέσως το Υπουργείο Εξωτερικών, διαφώνησε όμως με την Κυβέρνηση και αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο μένοντας στην Αίγινα. Μετά τον θάνατο του Καποδίστρια επανήλθε και ανέλαβε το Υπουργείου των Εσωτερικών, των Εκκλησιαστικών και της Δικαιοσύνης, ενώ έγινε μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας. Με την ιδιότητα του, λοιπόν, του «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Γραμματέα της Επικρατείας», του Υπουργού δηλαδή, ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός παρέλαβε την πόλη μας από τους Τούρκους.

Την Μεγάλη Τρίτη 28 Μαρτίου, του 1833…

ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χριστοφόρου Νέεζερ, Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου
Νικ. Ταξ. Δαβανέλλος-Γεωργ. Παν. Σταυρόπουλος, Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών Εκδόσεις Οιωνός.
Νικ. Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία, το χρονικό μιας πόλης
sotosalexopoulos.blogspot.com, amfictyon.blogspot.com