Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Αναφορά στην ελληνική διαχρονία»(Αγάπη-Έρως)

Δημοσιεύτηκε: Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου 2020 15:45 «Αναφορά στην ελληνική διαχρονία»(Αγάπη-Έρως)

Γράφει ο Γιάννης Γουργιώτης

Στη συνέχεια προηγούμενης αναφοράς μου για τον Έρωτα, αντικείμενο του πλατωνικού Συμποσίου, συμπληρώνω ότι ο έρως αυτός, που είναι έρως προς εφήβους και όχι προς γυναίκες, έχει χαρακτήρα απόλυτα παιδαγωγικό και φιλοσοφικό. Δεν έχει την τάση της εξατομίκευσης εν εξελίξει, αλλά στα ανώτερα στάδια γίνεται μυστικοπαθής προσήλωση προς το απρόσωπο κάλλος που στερείται μορφής. Εμπνευσμένοι οι αρχαίοι από το ιδεώδες αυτό δημιούργησαν καλλιτεχνικά  αριστουργήματα πάνω στο μάρμαρο.

Η Αγάπη είναι  ο άλλος πόλος, το σημαντικότερο θεϊκό κεφάλαιο μεταφυσικών και θρησκευτικών αληθειών, το οποίο συνιστά, με τον έρωτα της Πλατωνικής φιλοσοφίας, το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, το οποίο αποτέλεσε την πηγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Πώς συνάπτονται τα δύο ιδεολογικά κέντρα με τις υπάρχουσες στη βάση τους διαφορές, ώστε να αποτελέσουν ένα αρραγές πνευματικό οικοδόμημα που είναι το καύχημα και η δόξα της χώρας μας; Προσπάθειά μου είναι να βρω τόσο τις υπάρχουσες διαφορές όσο και τα κοινά σημεία  των δύο πνευματικών συστημάτων, ήτοι του προχριστιανικού παγανιστικού ιδεώδους, που εκφράζεται με τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους( Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.ά) και της χριστιανικής Αγάπης, πηγή της οποίας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.

Η χριστιανική διδασκαλία της Αγάπης βρίσκεται κατεσπαρμένη σε πολλές πηγές (στα ιερά Ευαγγέλια , ιδιαίτερα στις παραβολές του Ιησού, στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και στην Επιστολή του κλπ). Οι Πατέρες της εκκλησίας ανέπτυξαν φιλοσοφικά την έννοια της Αγάπης (π.χ ο Αυγουστίνος, οι μυστικοπαθείς του Μεσαίωνα και άλλοι νεώτεροι).

Μια πρώτη διαφορά που βρίσκει κανείς στη μελέτη των δύο συστημάτων είναι, ότι η χριστιανική Αγάπη δεν έχει σχέση με τις αισθήσεις και το αισθητικό κάλλος, σε αντίθεση με την πλατωνική αντίληψη (θεωρώντας τον Πλάτωνα ως τον κατ’ εξοχή εκπρόσωπο της έννοιας του Έρωτα), σύμφωνα με την οποία το αισθητό κάλλος αποτελεί την κατώτατη βαθμίδα, η οποία είναι πολύ αναγκαία για την ανάβαση προς το ιδεώδες.

Ασφαλώς, η χριστιανική Αγάπη δεν είναι αντίθετη προς την έννοια του κάλλους (της ωραιότητας), θεωρεί όμως την προσήλωση στο σωματικό κάλλος  και στις αισθητικές αξίες ως ένα παραστράτημα, ως παγίδα του πονηρού το οποίο τείνει να απομακρύνει τον πιστό από την πίστη του στην ουράνιο βασιλεία. Επίσης,  ενώ ο Έρως σχετίζεται οπωσδήποτε με το γενετήσιο ένστικτο, είναι δηλαδή μορφή του ερωτισμού, στην Αγάπη αυτό λείπει τελείως, αγνοεί δε και τη διάκριση των δύο φύλων, διότι είναι ψυχικό φαινόμενο και η ψυχή δεν έχει φύλο. Η διαφορά όμως αυτή δεν είναι πολύ σημαντική. Διότι στον Έρωτα των αρχαίων το αισθητικό στοιχείο εξανεμίζεται στις ανώτερες βαθμίδες, παίρνοντας μεταφυσική και θρησκευτική μορφή ενώ παράλληλα ανεβαίνει προς το ιδεώδες. Συνεπώς υπάρχει μια συνάντηση των δύο στο πεδίο του ιδεώδους.

Οι διαφορές μεταξύ του Έρωτος και της Αγάπης εκδηλώνονται με τη χρήση διαφορετικών λέξεων. Τα ρήματα των οποίων οι όροι Έρως και Αγάπη αποτελούν παράγωγα, είναι: «ερώ» και «αγαπώ». Εις μεν το «ερώ» υπάρχει η δήλωση της ένδειας και της ορμής προς κάθε τι που λείπει, ενώ στο «αγαπώ» υπονοείται η ικανοποίηση και η ευτυχία για κάτι που έχει κάποιος ή που ελπίζει να αποκτήσει. Το  «αγαπώ» εκφράζει ένα στατικό φαινόμενο, ενώ το «ερώ» εκφράζει κάποια κίνηση. Ο Έρως στην ύψιστη εκδήλωσή του στρέφεται κυρίως προς το πράγμα, όχι προς το πρόσωπο, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της αγάπης. Μια άλλη ουσιώδης διαφορά μεταξύ Έρωτος και Αγάπης βρίσκεται στη μεταφυσική τους υφή. Η μεταφυσική προϋπόθεση του Έρωτα είναι η πίστη στην ύπαρξη των ιδεών, στις οποίες το ον πραγματοποιείται στον ύψιστο βαθμό. Τις ιδέες μπορούμε να γνωρίσουμε διαμέσου των αισθητών πραγμάτων, τα οποία αποκτούν αξία χάρις στις ιδέες αυτές. Στην κατάσταση αυτή δε φτάνει κανείς μόνο με τη νόηση, αλλά με κάποια ενορατική δύναμη που ο Πλάτων ονομάζει ΕΡΩΤΑ. Συνεπώς ο Έρως έχει το χαρακτήρα κίνησης εκ των κάτω προς τα άνω.

Η Αγάπη ανάγεται στο ύψιστο και τέλειο Ον, το Δημιουργό του Σύμπαντος, τον χριστιανικό Θεό, του οποίου η αγάπη και η ευμένεια προς τον άνθρωπο χαρίζει την ύπαρξη και κάθε αγαθό. Το πρωταρχικό δεν είναι η αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά, αντίθετα, του Θεού προς τον άνθρωπο: «Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμε τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς»( Επιστολή Ιωάννου, Α, κεφ. 4, 10).

Ο θείος Παύλος αναγνωρίζοντας τη δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, γράφει: « χάριτι θεού ειμί, ό ειμί» ( προς Κορινθίους Α, κεφ.15, 10)

Υπέρβαση δε κάθε ορίου αγάπης του Θεού προς την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η ενσάρκωση και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, φτάνοντας μάλιστα έως την εσχάτη ταπείνωση και αυταπάρνηση: « Εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Παύλος, προς Φιλιππησ. , κεφ. 8, 8)

Στην Επιστολή Ιωάννη διαβάζουμε: « Εν τούτω αφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν  ο θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Επιστολή Ιωάννου, Α, κεφ 4, 9).

Την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο δε γνωρίζουμε με τη νόηση, αλλά με την πίστη μας. Ο ανθρώπινος νους, διεφθαρμένος από το προπατορικό αμάρτημα, δεν μπορεί να φτάσει στην επίγνωση του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού δεν αποδεικνύεται με τη λογική, αλλά ούτε και η Αγάπη του αποδεικνύεται με τη νόηση.

Για τον ευσεβή και πιστό χριστιανό η μόνη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι η ενανθρώπηση του υιού του, η  σταύρωσή του και η Ανάστασή του.

Η Αγαπη του Θεού παρουσιάζει αναλογία προς τον Έρωτα, διότι η ανάταση προς το Θείον και η εξομοίωση με αυτό είναι κοινό στοιχείο. Υπάρχουν όμως και εδώ διακρίσεις. Στον Ερωτα, η αγάπη προς το θείον  είναι  το φυσικό αποτέλεσμα της επίγνωσης της ύπαρξης του καλού, της άπειρης και τέλειας ουσίας.

Η χριστιανική Αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό είναι η απάντηση στην αγάπη εκείνου προς ημάς. Είναι πράξη της χάριτος του Θεού. Είναι απόδειξη όχι ότι εγνώρισα το Θεό, αλλά ότι « εγνώσθην» ( γνωρίστηκα) από αυτόν: «Ει δε τις αγαπά τον θεόν, ούτος έγνωσται υπ’ αυτού»(Παύλος, προς Κορινθίους, Α     8, 3).

Μεγάλη σημασία δίδει  ο Χριστός στην αγάπη προς τον «πλησίον». Η αγάπη αυτή είναι μίμηση της Αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Πλησίον για τη χριστιανική Αγάπη είναι το κάθε άτομο: ο φτωχός, ο άρρωστος, ο αμαρτωλός, ο άδικος κλπ. Η αγάπη αυτή δε συνιστά πλουτισμό της ατομικότητάς μας. Είναι συγκατάβαση, είναι ταπείνωση, είναι κένωση χάριν άλλων, μετάδοση από το δικό μας πλούτο. Σε αντίστιξη, η αρχαία ηθική στηρίζεται στον ελεύθερο, εσωτερικό και εξωτερικό  άνθρωπο. Άλλωστε η αρχαία αριστοκρατική αγάπη (έρως) στηρίζεται στην επιλογή. Ενώ η χριστιανική Αγάπη στρέφεται προς όλους, ο Έρως ποτέ. Σημαντική, επίσης είναι η διαφορά μεταξύ των δύο πόλων, στο ότι ο Έρως εστιάζεται στην αντίθεση του αντικειμενικού πνεύματος της ελληνικής διανόησης, σε αντίθεση προς την εσωτερική ελευθερία που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανισμού.

Η Αγάπη προς τον πλησίον είναι προσταγή του Θεού, που είναι αντίθετη προς τη φύση: « Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Η αγάπη αυτή προϋποθέτει την αυτόβουλη συμμόρφωση προς το θείο παράδειγμα και όχι προς  τη φυσική τάξη για την οποία ισχύει το: « γένοιο οίος ει» (δηλαδή γίνε αυτός που είσαι από τη φύση σου).

Η ηθική σημασία της αγάπης δε βρίσκεται στο ερώμενο ( αγαπώμενο) πρόσωπο και στην αξία του-όσο λιγότερη αξία έχει το αγαπώμενο πρόσωπο, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει η αγάπη αυτού που αγαπά- αλλά βρίσκεται στο «ερών», δηλαδή στην ενέργεια του «αγαπάν» και όχι στο τι αγαπάς.

Σε αντίθεση προς τον Έρωτα, η Αγάπη είναι η οδός εκ των άνω προς τα κάτω. Η αρχαία διανόηση διακρίνεται από μια ενορατική σύλληψη της ιδέας της θεότητας, χωρίς φυσικά  να βλέπει το βάθος του μυστηρίου της ύπαρξης του Θεού. Η πίστη όμως για τη μετάβαση της ψυχής μετά θάνατο σε άλλη ανθρώπινη   οντότητα (ταύτιση με τη μετεμψύχωση), δείχνει τη βεβαιότητα των αρχαίων ελλήνων για την αθανασία της ψυχής, άρα για μια θεότητα στην οποία δεν μπορούσαν να δώσουν μια μεταφυσική διάσταση, γνώρισμα ουσιώδες  αυτό της χριστιανικής πίστης.

Συνοψίζοντας την αναφορά μου στο τεράστιας έκτασης και σημασίας θέμα που συνάπτεται με το πολιτισμικό μας υπόβαθρο, δηλαδή τον ελληνο-χριστιανικό πολιτισμό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα δύο συστήματα, αφενός η αρχαία φιλοσοφία ( ο πλατωνισμός ως εξάρχουσα ιδεολογία) και ο Χριστιανισμός, οδηγούν προς τον ίδιο τελικό σκοπό, όμως με  μια αντίστροφη πορεία: για τον πρώτο υπάρχει η κλίμακα της ανάβασης δια του Έρωτος προς μια θεότητα της οποίας δεν μπορούσαν οι αρχαίοι να περιγράψουν τις ιδιότητες. Για το χριστιανισμό η κλίμακα της Αγάπης κατέρχεται από τα επάνω προς τα κάτω, από μια θεότητα που προσέλαβε την ανθρώπινη υπόσταση με την ενανθρώπησή της, άρα μια θεότητα με γνωστές τις ιδιότητές της. Να τονίσω, τέλος, και τούτο: παρόλο το παγανιστικό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή της πολυθεΐας τους, η διαισθητική τους λειτουργία οδήγησε τους Αθηναίους να αφιερώσουν και ένα βωμό στον άγνωστο θεό: «Τω αγνώστω θεώ», άρα σε έναν και όχι σε πολλούς αγνώστους θεούς. Αυτό έδωσε αφορμή στον Απόστολο Παύλο, με την επίσκεψή του στην αρχαία Αθήνα, να φανερώσει τα του αγνώστου θεού, και έτσι να συντελεστεί έκτοτε ο προοδευτικός τους εκχριστιανισμός.    

Γιάννης Γουργιώτης