Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Εικόνες (του Αθανασίου Κάππου)

Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 19 Μαΐου 2021 12:27 Εικόνες (του Αθανασίου Κάππου)

Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές με πιάνει η επιθυμία να ξανά περπατήσω εκεί που σεργιάνιζα μικρός, στης κατοχής τα χρόνια.  Τότε που με πολλά άλλα μικρά παιδιά πηγαίναμε πάνω στο κάστρο και παίζαμε ποδόσφαιρο, οι πιο πολλοί ξυπόλητοι,  με μία πάνινη μπάλα.  Εποχές σκληρές, δύσκολες που άφησαν τα σημάδια τους πάνω μας και μέσα στην ψυχή μας. 

 ‘Έτσι προχθές το πρωί φεύγοντας από το σπίτι σκέφτηκα ότι ο καιρός ήταν κατάλληλος λίγο να σεργιανίσω.  Ο ήλιος είχε λίγο ανέβει στον καταγάλανο ουρανό, η φύση με καλούσε και εγώ στο «ραντεβού» αυτό ποτέ δεν είπα όχι.  Πήρα τον περιφερειακό δρόμο του Κάστρου και σε λίγο βρέθηκα εκεί που μικρός με μία σφεντόνα κυνηγούσα τσίχλες και κοτσύφια.  Το τοπίο ήταν μαγευτικό και η φύση μοσχοβολούσε.  Χρώματα έβλεπες διαφορά, αρμονικά βαλμένα.  Κάτω από το κάστρο βρήκα ένα παγκάκι και κάθισα λίγο να αγναντέψω,  να δω την Λαμία από ψηλά,  την πόλη που λατρεύω.

 Η Λαμία βρισκόταν κάτω από τα πόδια μου, την έβλεπα να κινείται, τα μάτια μου εδάκρυσαν, άρχισα να θυμάμαι.

 Κάποια στιγμή η ματιά μου σταμάτησε στην πλατεία Πάρκου.  Αυτή η πλατεία μου θύμισε την εποχή της κατοχής, τότε που ο πατέρας μου είχε στεριώσει  εκεί, από το πάνω μέρος έναν μικρό πάγκο και πουλούσε αρβυλόπροκες,  κάτι μικρές πρόκες με χοντρά κεφάλια που τα έβαζαν τότε ο κόσμος στα παπούτσια τους  για να μην φθείρονται οι σόλες.  Πουλούσε και σαπούνι πράσινο και κάτι άλλα μικροπράγματα για να βγει το μεροκάματο, να θρέψει τα παιδιά του.  Εγώ τότε  μικρός,  κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο έπαιρνα ένα μικρό κατσαρόλι με φαγητό που μου έδινε η μάνα μου η κυρά Μαριγούλα, σε μία πετσέτα λίγο ψωμί και τα πήγαινα στον πατέρα μου γιατί το «μαγαζί» έκλεινε με τη δύση του ηλίου  όπου απαγορευόταν η κυκλοφορία των πολιτών.

 Τι έχουν δει τα μάτια μου την εποχή εκείνη…  Τότε έβλεπες ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα πάνω στα πεζοδρόμια και ένα κάρο της Δημαρχίας να περνά, να τους φορτώνει και να τους μεταφέρει στο νεκροταφείο.  Εικόνες φρικτές στα μάτια ενός μικρού παιδιού που σφίγγουν το στομάχι, εικόνες που δεν σβήνουν ποτέ και έρχονται μπροστά σου.

 Οι εικόνες όμως της κατοχής μας σφυρηλάτησαν, μας κάνανε σκληρούς να αντέχουμε στον πόνο, στις πίκρες και τα βάσανα τη ζωής που βρήκαμε μπροστά μας. 

 Κοιτάζοντας λίγο δεξιότερα η ματιά μου σταμάτησε στην πλατεία Ελευθερίας.  Η πλατεία αυτή μου θύμισε εποχές ευχάριστες, γιατί εκεί στεγαζόταν το δεύτερο σπίτι μου, οι κινηματογράφοι.  Από τον κινηματογράφο έμαθα πολλά,  Ταξίδευα σε άλλους κόσμους, γινόμουν ένα με τους ήρωες, πολλούς τους ονειρευόμουν.  Μου άρεσαν οι περιπέτειες στο άγνωστο, οι καλοί να κυνηγάνε τους κακούς, ο μύλος της κοινωνίας.  Αυτή ήταν η ψυχαγωγία μου, αυτό ονειρευόμουν. Για μένα ήταν πανεπιστήμιο, όαση μέσα στην έρημο που απλωνόταν μπροστά μου.  Μάθαινα τρόπους άλλης ζωής, αγόραζα ιδέες. 

Κάποια  στιγμή ζεστάθηκα και έβγαλα το σακάκι.  Ο ήλιος είχε ανεβεί  ψηλά και έκαιγε συνάμα.  Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το ρολόι της Μητρόπολης 12 φορές, ήτανε μεσημέρι.  Αυτό μου θύμισε το κατηχητικό που πήγαινα εκεί σαν μαθητής του γυμνασίου.  Τι  εμπειρία ήταν και αυτή!  Σταθμός μες στη ζωή μου.  Μας δίδασκε ένας ιεροκήρυκας Θεόσταλτος, γεννημένος για να κηρύττει το λόγο του Θεού με έναν τρόπο μοναδικό που σε καθήλωνε και  τον κοίταγες στο στόμα.  Αυτός ήταν ο  γεωργός και εμείς τα παιδιά  το χωράφι, έριχνε σπόρους μέσα μας που φύτρωσαν αργότερα όταν ήρθε ο καιρός τους.  Σπανίζουν τέτοιοι ρήτορες, ήλιος μες στο σκοτάδι. 

 Κάποια στιγμή σηκώθηκα, το παγκάκι δεν με κρατούσε.  Οι εικόνες που πέρασαν από μέσα μου με είχαν συγκλονίσει. Με φέρανε πίσω πολλά χρόνια.  Το βάρος τους  μεγάλο.  Τόσα βάρη για να τα σηκώσεις χρειάζεται να έχεις χέρια και πόδια δυνατά, γέρασαν τα δικά μου.  Τα μάτια μου βουρκώσανε, θάμπωσαν οι εικόνες.  Αισθάνθηκα ένα ρίγος να με πέρνα, η πίεση μεγάλη. Τέτοιες στιγμές είναι επικίνδυνες για όσους πέρασαν τα 80.  Γύρισα στο σπίτι σωστό ερείπιο, καράβι τσακισμένο.  Σε λίγο ξάπλωσα στο κρεβάτι μου παρέα με τις εικόνες...

Αθανάσιος Κάππος