Περί Αιρέσεων (του Γιάννη Γουργιώτη)

Δημοσιεύτηκε: Δευτέρα, 24 Μαΐου 2021 12:28 Περί Αιρέσεων (του Γιάννη Γουργιώτη)

Η λέξη «αίρεση» ως σημαίνον, έχει περισσότερες της μιας σημασίες, δηλαδή έχει περισσότερα σημαινόμενα. Πχ ως νομικός όρος σημαίνει  δικαίωμα εκλογής, προϋπόθεση ή επιφύλαξη. Στη φιλοσοφική διδασκαλία η αίρεση σημαίνει την απόκλιση από τις αρχές του ιδρυτή της φιλοσοφικής σχολής. Στη θρησκευτική διδασκαλία η αίρεση υποδηλώνει την απόκλιση από τα δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας. Με την τελευταία έννοια της αίρεσης έχω την πρόθεση να ασχοληθώ στο παρόν άρθρο μου.

Οι στρεβλώσεις που σημειώθηκαν διαχρονικά στην κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού, υπό τη μορφή αιρέσεων, προκάλεσαν σοβαρές αναταραχές στα «πιστεύω» των οπαδών του χριστιανικού δόγματος και τελικά επέφεραν τη διάσπαση του χριστιανικού κόσμου.

Με την αυτονόητα ανεπαρκή δογματική μου εντρύφηση στη θεολογική επιστήμη, θα τολμήσω μια προσέγγιση του ζητήματος των αιρέσεων, χωρίς να υπεισέλθω σε βαθιές θεολογικές αναλύσεις. Το άρθρο μου θα είναι μάλλον πληροφοριακό, με σκοπό την όσο γίνεται καλύτερη περί το ζήτημα των αιρέσεων ενημέρωση των φίλων αναγνωστών, που έχουν ακόμα κάποιο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά θέματα!

Θα αναφέρω αρχικά, εν ολίγοις, τους γνωστούς από τη μαθητική μας εμπειρία αιρεσιάρχες, που εμφανίστηκαν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Μεταξύ αυτών σημαντικότερος αιρετικός του ορθοδόξου δόγματος υπήρξε ο  ΑΡΕΙΟΣ, ο οποίος δίδασκε ότι ο Υιός δεν είναι κατά φύσιν και κατ΄ουσίαν αληθινός Θεός. Δημιουργήθηκε από το Θεό- Πατέρα κάποια συγκεκριμένη στιγμή « εν χρόνω». Είναι, επομένως, ένα απλό κτίσμα του Θεού. Ως κτίσμα, λοιπόν δεν είναι συνάναρχος και συναΐδιος προς τον Πατέρα.

Η διδασκαλία του Αρείου καταπολεμήθηκε από φωτισμένους κληρικούς, από τους 318 Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., με Πρόεδρο το Μ. Κωνσταντίνο. Στη Σύνοδο αυτή αναδείχτηκε ο Μέγας Αθανάσιος της Αλεξανδρείας. Η Σύνοδος διατύπωσε τα 7 πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρονται στη θεότητα του Χριστού.

Ο Απολινάριος δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού κατά τη ενανθρώπησή του δεν έλαβε την τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νουν.Ο Χριστός δεν είναι τέλειος άνθρωπος. Είναι τέλειος Θεός.

Ο Μακεδόνιος ηρνείτο τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας συνεκάλεσε τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο ( Ιούλιο 381 μ. Χ) για να ασχοληθεί και να καταδικάσει τη διδασκαλία του Μακεδονίου. Η Σύνοδος αυτή συνέταξε τα υπόλοιπα 5 άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, στα οποία ομολογείται η θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

 Εκτός από τους ανωτέρω αιρετικούς, που αναστάτωσαν την ειρηνική ζωή των πιστών, θα εστιάσω εδώ  σ’ έναν λιγότερο για τους πολλούς γνωστό και ελάχιστα μνημονευόμενο στην εκκλησιαστική μας ιστορία, αιρετικό του 4ου και 5ου αιώνα, τον ΠΕΛΑΓΙΟ (360-422), γεννημένο στη Μ. Βρετανία, ο οποίος υπήρξε αρνητής της θείας Χάριτος (Grâce) του Θεού. Αναφέρω ορισμένα στοιχεία της θεολογίας του.

O Θεός, λέγει ο Πελάγιος, έδωσε στον άνθρωπο οριστικά και για μια φορά για πάντα την ικανότητα να κάνει το καλό κι έπειτα δεν παρεμβαίνει στη ζωή του παρά μόνον εξωτερικά με τη διδαχή ( Παλαιά και Καινή Διαθήκη) και με το παράδειγμα ( βίος του Χριστού και των Αγίων του).

 Την άποψη αυτή, καθώς και όλη τη θεολογία του Πελαγίου, πολέμησε με επιχειρήματα ο Άγιος Αυγουστίνος ( Saint Augustain, 354-430 m.X): « Αν έτσι αποφάσισε ο Θεός, όπως ισχυρίζεται ο Πελάγιος, τότε πρέπει να παραδεχτούμε: α) ότι η πτώση των πρωτοπλάστων είναι απλώς προσωπικό πάθημα του ζεύγους των πρώτων αμαρτωλών, που ούτε ως σκοτισμός της ψυχής, εξασθένηση της ορμής προς το αγαθό, ούτε ως βασανιστικό αίσθημα ενοχής και δεινή τιμωρία δυναστεύει από τότε το ανθρώπινο γένος (όπως ρητά διδάσκει η Αγία Γραφή) και β) ότι η χάρη του Θεού, δηλαδή ο έλεος και η βοήθειά του προς τον ταλαιπωρούμενο μέσα στο σκότος της πλάνης και της αμαρτίας άνθρωπο (έλεος και βοήθεια που αποκορυφώνονται στο σταυρικό θάνατο του Χριστού), δεν είναι μια συνεχής και αδιάλειπτη ενέργεια ( παρεχόμενη στους πιστούς με τη μεσολάβηση της εκκλησίας), αλλ΄ούτε καν απαραίτητη-αφού έχει ανέκαθεν δοθεί στον άνθρωπο επαρκής και αδιατάρακτη η δύναμη να κάνει  το καλό και άλλη ενίσχυση « άνωθεν» δε χρειάζεται η βούληση και η δραστηριότητά του για να το πράξει (όπως πάλι ρητά διδάσκει η Γραφή).

 Οι λανθασμένες (αιρετικές) αυτές αντιλήψεις του Πελαγίου, λέγει ο Άγιος Αυγουστίνος, αποτελούν μεγάλο κίνδυνο να ανατρέψουν ολόκληρο το οικοδόμημα της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Επίσης, κατά τον Πελάγιο: α) Ο Αδάμ μόνο τον εαυτό του έβλαψε με το αμάρτημά του , επομένως κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο χωρίς αρετές, αλλά και χωρίς αμαρτία. Αυτές θα παρουσιαστούν αργότερα, ανάλογα με την κατεύθυνση και τη δραστηριότητα του ατόμου.

β) Καμιά κατάρα και καμιά τιμωρία δε βαραίνει πάνω στο ανθρώπινο γένος, ύστερα από την πτώση των πρωτοπλάστων.

Και αυτές τις αιρετικές θέσεις του Πελαγίου ο Άγιος Αυγουστίνος  τις αντικρούει με τα εξής επιχειρήματα: α) Το προπατορικό αμάρτημα είναι κληρονομικό. Στο πρόσωπο και με την κακή βούληση του Αδάμ, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος αμάρτησε, καθώς ρητά το τονίζει και ο Απόστολος Παύλος: «Ώσπερ δι ενός ανθρώπου εις τον κόσμον η αμαρτία εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθε, εφ΄ώ πάντες ήμαρτον (προς Ρωμαίους, ε,12).  β) Από το αμάρτημα των πρωτοπλάστων απλώθηκε σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως ποινή της ανυπακοής, η θλίψη, η δυστυχία, η πλάνη και όλα τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Από αυτά ήλθε να μας σώσει ο Λυτρωτής

Σε αντίθεση προς τον Πελάγιο, ο ιερός Αυγουστίνος διαμορφώνει και τις έννοιες της ελευθερίας της βούλησης και της θείας Χάρης. Πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, κεντρική εστία της ψυχής, ο Αυγουστίνος θεωρεί τη βούληση, όχι όμως οποιαδήποτε βούληση, αλλά μόνον εκείνη που δεν υποδουλώνεται στις κακίες και στα αμαρτήματα, παρά κατευθύνεται σταθερά και απαρέγκλιτα προς το αγαθό. Μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων και εξ αιτίας τους, η βούληση του ανθρώπου δεν μπορεί πια μόνη της και με τις δικές της δυνάμεις  να αποκτήσει την ελευθερία, γιατί ριζώθηκε μέσα της το κακό. Ελεύθερη ξαναγίνεται με τη χάρη του Θεού, δια του Ιησού Χριστού, όπως λέγει η Αγία Γραφή: « Εάν ουν ο Υιός ημάς ελευθερώσει, ούτως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάννη, η, 36). Τούτο δείχνει ότι η βούληση του αγαθού δεν είναι ανεξάρτητη από το Θεό, όπως πιστεύει ο Πελάγιος. Μεταξύ ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης και θείας Χάρης υπάρχει βαθύς και αδιάρρηκτος σύνδεσμος.

- Η θεία Χάρη, γράφει ο άγιος Αυγουστίνος, δε φωτίζει μόνο το νου, αλλά εμπνέει στον άνθρωπο  την αγάπη προς το αγαθό και του χαρίζει τη δύναμη να το πράξει. Επομένως, μεταμορφώνει εσωτερικά ολόκληρο τον άνθρωπο, τον εξαγνίζει και τον εξαγιάζει.

Με την πτώση του ο άνθρωπος έχασε όχι τη βούληση, αλλά την ελευθερία της, υποδουλώθηκε στο κακό. Η θεία Χάρη τον ελευθερώνει και πάλι, δηλαδή ενώνει ξανά τη βούλησή του με το θέλημα του Θεού.

Μέσα από αυτή τη θεοκεντρική κοσμοαντίληψη και βιοθεωρία, εξυπακούεται η έννοια του αυτεξούσιου, δηλαδή το ζήτημα του συμβιβασμού της ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης με την πρόγνωση και την πρόνοια του Θεού. Αυτό είναι ένα κεντρικό θεολογικό ζήτημα που συνυφαίνεται με το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, που αποτέλεσε από παλιά θέμα δογματικής συζήτησης φωτισμένων εκκλησιαστικών ανδρών στα πλαίσια της ορθόδοξης Θεολογίας. Προσωπικά, αδυνατώ να υπεισέλθω στην ουσία του  θεολογικού αυτού ζητήματος , ως μη ειδικός. Γνωρίζω μόνον όσα οφείλει να γνωρίζει για την πίστη του ένας Έλληνας ορθόδοξος χριστιανός, από την έστω και ανεπαρκή μελέτη της Αγίας Γραφής, με την σύγχρονη γλωσσική της απλούστευση και το σχολιασμό της από φωτισμένους θεολόγους.

Κλείνω το ζήτημα των αιρέσεων με την παρατήρηση ότι,  εκτός από τα μεμονωμένα αιρετικά  άτομα υπάρχουν, δυστυχώς, και αιρετικές συλλογικότητες. Εννοώ εδώ το σύνολο της δυτικής χριστιανικής εκκλησίας, με επί μέρους ως προς την αίρεση διαφορές τους, ήτοι τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, με ανάλογες δογματικές παρεκβάσεις έκαστος, ήτοι αιρέσεις που εμφανίστηκαν μετά τον χωρισμό των εκκλησιών, Ανατολικών και Δυτικών. Το πνεύμα του κακού παρεισέφρησε στο ένδον του δογματικού πυρήνα του Χριστιανισμού, έσπειρε ζιζάνια και διαμέλισε την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αφαιρώντας έτσι την ομοψυχία, την ομόνοια, την αδελφότητα, την ομοφροσύνη, τη συνταύτιση στο πνεύμα της χριστιανικής Αγάπης. Οι κατά καιρούς απόπειρες διαχριστιανικών Συνόδων με πρόθεση την ένωση των εκκλησιών, δεν ευδοκίμησαν έως τώρα εξαιτίας της ύπαρξης αιρέσεων των δυτικών, που δεν επιδεικνύουν πνεύμα ταπείνωσης και αναγνώρισης των αποκλίσεών τους από το δογματικό πυρήνα. Αυτή είναι η άποψή μου στο σημείο αυτό.  Η Θεία Βούληση θα δώσει την  ευκταία λύση στο ζήτημα αυτό.

Γιάννης  Γουργιώτης

                                  

 

 

Προσαρμοσμένη αναζήτηση