ΕΣΔΑ και το δικαίωμα εκπροσώπησης στην ποινική δίκη

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 17 Σεπτεμβρίου 2021 20:18 ΕΣΔΑ και το δικαίωμα εκπροσώπησης στην ποινική δίκη

Γράφει ο δικηγόρος Άγγελος Ποταμιάς.

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ̟πάψει πλέον να αποτελεί «terra incognita» καθώς η νομολογία του ΕΔΔΑ, του μοναδικού εναπομείνοντος δικαιοδοτικού οργάνου, έχει αποτελέσει το δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της ΕΣΔΑ και του ελληνικού ποινικοδικονομικού δικαίου ως ο ουσιωδέστερος παράγοντας εξευρωπαϊσμού του. Το «δικαίωμα υπεράσπισης» εσωκλείεται στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη της παρ. 3 του αρ. 6 της ΕΣΔΑ και συνιστά μία από τις θεμελιώδεις «ελάχιστες δικονομικές εγγυήσεις» (minimum standards) που προστατεύουν το κεντρικό πρόσωπο της ποινικής δίκης, ήτοι τον κατηγορούμενο. Η επιγραμματική νομολογιακή ανάλυση του, συνίσταται στην δημιουργία τριών βασικών συνιστωσών: η πρώτη συνιστώσα αναφέρεται στο δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης του κατηγορουμένου, η δεύτερη στο δικαίωμα επιλογής του συνηγόρου υπεράσπισης και η τρίτη στο -υπό προϋποθέσεις- δικαίωμα παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής(1).

Επί της δεύτερης συνιστώσας, χαρακτηριστικό νομολογιακό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση-πιλότος «Poitrimol κατά Γαλλίας», στην οποία ο προσφεύγων ζήτησε να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορο του για να αποφύγει την εκτέλεση του εις βάρος του εντάλματος σύλληψης, αίτημα όμως που απορρίφθηκε από τα γαλλικά δικαστήρια. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη (ad hoc) ότι η απώλεια του δικαιώματος υπεράσπισης από συνήγορο, ακόμα κι αν είναι λόγω αναιτιολόγητης ή ακόμα και ηθελημένης απουσίας του, δεν μπορεί να είναι επιτρεπτή, ειδικά δε όταν η απώλεια του δικαιώματος αυτού έχει έναν χαρακτήρα «τιμωρητικό». Την απόφαση αυτή ακολούθησε μία σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ(2), με τις οποίες παγιώθηκε η νομολογία του Δικαστηρίου και οι οποίες κατέτειναν στο ότι η μη άσκηση του δικαιώματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να οδηγεί σε έκπτωση από το δικαίωμα υπεράσπισής του. Υπερτονίστηκε παράλληλα, ότι η κατοχύρωση του δικαιώματος υπεράσπισης είναι υπέρτερο δικαίωμα ουσιώδους σημασίας για τη δικαιότητα του ποινικού συστήματος, ακόμη και εάν δεν προβάλλεται από τον κατηγορούμενο καμία δικαιολογία για την απουσία του. 

Δικαίωμα εκπροσώπησης στην ελληνική ποινική νομοθεσία:

Κατά την κείμενη εθνική νομοθεσία ο κατηγορούμενος εν πρώτοις οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο (αρ. 340 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ). Από τούτο απορρέουν κι έτερα δικονομικά δικαιώματα που θεμελιώνονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως οι ρυθμίσεις των άρθρων 92 (πράξεις στις οποίες παρίστανται οι διάδικοι in propria persona ή με συνήγορο), 99, 103, 106 ΚΠΔ καθώς και το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής και διορισμού συνηγόρου όπως τούτο προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 89 ΚΠΔ. Η προαναφερθείσα παρουσία του κρίνεται απαραίτητη για την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και για την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου(3).

Ωστόσο, η υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου δεν είναι άκαμπτη. Το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο αποτελεί απόρροια του συνταγματικά κατοχυρωμένου στο άρθρο 20 παρ. 2 Σ δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, η διάταξη του οποίου ανήκει στις θεμελιωδέστερες της έννομης τάξης. Επιτρέπεται, έτσι, η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται «παρών» και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτόν. Ο κατηγορούμενος συνεπώς δικαιούται τον διορισμό συνηγόρου, για να τον αντιπροσωπεύει ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία, ανεξάρτητα από τη φύση, το είδος και τη σοβαρότητα της ποινικής υπόθεσης.

Η υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης στην εθνική νομολογία: 

Νομολογιακά, χαρακτηριστικότερη είναι η υπ’ αριθ. 9/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία για πρώτη φορά ασχολήθηκε αναλυτικά με το εν λόγω ζήτημα υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ. Από το σκεπτικό της απόφασης, κατέστη σαφές ότι το δικαίωμα εκπροσώπησης λογίζεται ως ένα «υποσύνολο» του δικαιώματος της υπεράσπισης και ταυτίζεται πλήρως μ’ αυτό. Κοντολογίς, ότι εάν υποθετικά αφαιρεθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να παρασταθεί μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου, αυτομάτως, προσβάλλεται και το δικαίωμα υπεράσπισης, και ως εκ τούτου έχει απολεσθεί βασικό συστατικό στοιχείο της δίκαιης δίκης,

Η Έλληνας νομοθέτης βασισμένος στο πνεύμα της ως άνω απόφασης, με τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005, θέσπισε το δικαίωμα της δι’ εκπροσώπου παράστασης του κατηγορουμένου σε κάθε περίπτωση, αντιλαμβανομένου τούτου ως ελάχιστη εγγύηση της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ’ της ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ. Με σωρεία νομοθετικών μεταβολών ανέτρεψε εντελώς τα δεδομένα και προσέδωσε στην εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο στοιχεία απόλυτης κανονικότητας, καθιστώντας την περίπτωση της υποχρεωτικής αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου σπάνια(4).

Πολλοί θεωρητικοί υποδέχτηκαν θετικά τις ανωτέρω εξελίξεις. Ωστόσο, κατά την άποψη μερίδας της θεωρίας, όπως των Ι. Ανδρουλάκη, Ν. Δημητράτου και Μ. Κατσογιάννου, η ανωτέρω αντίληψη υπερακοντίζει τη «ratio» της νομολογίας του ΕΔΔΑ, καθώς (α) αφενός η ΕΣΔΑ δεν παρέχει αδιακρίτως την ευχέρεια εκπροσώπησης του κατηγορουμένου, υπό την έννοια της διακριτικής ευχέρειας του να επιλέξει αν η δίκη θα διεξαχθεί με ή χωρίς τη δική του παρουσία, και  (β) αφετέρου γιατί ο Έλληνας νομοθέτης επενέβη τροποποιητικά, διευρύνοντας σε επικίνδυνο βαθμό τον κύκλο των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, περιστέλλοντας, όμως, ταυτοχρόνως, τον αντίστοιχο των υποχρεώσεών του.

Κριτική επί της της εναρμόνισης του ελληνικού δικαιϊκού συστήματος με τις επιταγές της ΕΣΔΑ:

Η υπ’ αριθ. 9/2002 ΟλΑΠ απόφαση, παρότι αφορούσε δίκη για πλημμέλημα κι άρα δεν έπρεπε να λογιστεί ως μια «απόφαση-πιλότο» για δίκες επί κακουργημάτων, αποτέλεσε ωστόσο το επιστέγασμα μιας προσέγγισης που ήθελε «διογκωμένο» το δικαίωμα του κατηγορουμένου να μην εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο. Έτσι ο Έλληνας νομοθέτης κι ο Έλληνας δικαστής, σαφώς επηρεασμένοι από την νομολογία του ΕΔΔΑ, κινήθηκαν προς μια πολιτική «περικοπών» ως προς την υποχρέωση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου. Αντιθέτως, το δικαίωμα του κατηγορουμένου για εκπροσώπησης από συνήγορο «γιγαντώθηκε», αν συλλογιστεί κανείς ότι πριν κάποια χρόνια το δικαίωμα του κατηγορουμένου να μην εμφανισθεί, αλλά να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, αναγνωριζόταν μόνο για πταίσματα ή για πλημμελήματα με μέγιστο πλαίσιο ποινής τους τρεις μήνες.

Τα θετικά στοιχεία της ως άνω «γιγάντωσης» είναι κι ο λόγος που μερίδα της θεωρίας επικρότησε τη νέα ρύθμιση του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ(5).  Οι δύο συνιστώσες των θετικών στοιχείων αφορούν αφενός στην ταχύτερη πρόοδο της δίκης και αφετέρου στην αποφυγή της επαχθούς ψυχικής δοκιμασίας του κατηγορουμένου. Η υποχρέωση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, ρεαλιστικά, διόγκωνε τον κίνδυνο ερημοδικίας και ως εκ τούτου την επαναφορά της ίδιας υπόθεσης στο στάδιο των ένδικων μέσων, καίτοι η παρουσία του ίδιου του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, δημιουργούσε συχνά παρέλκυση της διαδικασίας, ενίοτε δε εσκεμμένα. Τοιουτοτρόπως, ο δικαστικός χρόνος που περισώζεται είναι πολύς και πολύτιμος και η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης έχει την προοπτική να γίνει ταχύτερη και σε έναν βαθμό πιο αποτελεσματική. Η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης ήταν άλλωστε ιστορικά και ο σημαίνων λόγος δυνάμει του οποίου με τους νέους Κώδικες Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας ενισχύθηκαν θεσμικά οι εφαρμογές της ποινικής διαταγής(6) και της ποινικής διαπραγμάτευσης. Η γενική τάση αυτή του νομοθέτη είναι ευδιάκριτη ακόμα και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας όπου η παράσταση με «δήλωση» είναι πλέον ο κανόνας, καθώς και στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δυνάμει του οποίου κατά την τακτική διαδικασία, επ’ ακροατηρίω αντιδικία υπάρχει πλέον μόνο κατ’ εξαίρεση.

Ωστόσο, η ποινική δίκη δεν δύναται να λειτουργήσει στο πρότυπο μιας δίκης ενώπιον του πολιτικού η του διοικητικού δικαστηρίου καθώς κινδυνεύει να διαφύγει όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που την περικλείουν και την χαρακτηρίζουν. Η  απαραίτητη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης βρίσκει έρεισμα στο ισχύον κατηγορητικό σύστημα, στις επιμέρους γενικές αρχές της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας και ειδικώς στις αρχές της προφορικότητας, της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης.  Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 79 ΠΚ κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί αλλά και την προσωπικότητα του εγκληματία. Είναι λογικό επακόλουθο πως η απουσία του κατηγορουμένου από το ακροατήριο καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την διαδικασία εκτίμησης της προσωπικότητας του και ως εκ τούτου ομοίως δυσχερή την έκδοσης μιας εξατομικευμένης ποινής αλλά και μιας ορθής δικαστικής απόφασης.

Οι δυσχέρειες που αναφύονται είναι ακόμη μεγαλύτερες στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας. Η απολογία του κατηγορουμένου συνιστά μέσο υπεράσπισης, αλλά ταυτοχρόνως και μέσο απόδειξης, και ως εκ τούτου, είναι αυστηρώς προσωποπαγές αγαθό, καθώς μόνον ο κατηγορούμενος «απολογείται», ο δε συνήγορος απλώς «τοποθετείται» επί της κατηγορίας, προβάλλοντας τους ευνοϊκούς για τον κατηγορούμενο πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς, βάσει των οδηγιών του εντολέα του. Προσέτι, η απουσία του κατηγορουμένου από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία δυσχεραίνει ολιστικά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Η κεφαλαιώδης αυτή αρχή, αναφέρεται στο γεγονός ότι στη ποινική δίκη ερευνάται η πραγματική αλήθεια της διάπραξης αξιόποινης πράξης προκειμένου να υποστεί τις συνέπειες ο πραγματικός ένοχος. Από την τελευταία εγείρονται ειδικότερα τέσσερις επιμέρους αρχές, όπερ η αρχή της ανάκρισης, η αρχή χρήσης παντός αποδεικτικού μέσου, η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων, και η αρχή της μη ενοχής επί αμφιβολίας. Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω αρχών αποτελεί ο κατηγορούμενος ως κεντρικό πρόσωπο της δίκης – μιας δίκης της οποίας ο χαρακτήρας κινδυνεύει να αλλοιωθεί με την σταδιακή συρρίκνωση της υποχρέωσης του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.

Καταληκτικώς, χωρίς τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο, οι ποινικές διαδικασίες δεν μπορούν επ’ ουδενί να θεωρηθούν συμβατές με τα κριτήρια που τάσσει η ενωσιακή δικαιοταξία του άρθρου 6§§1, 3 περ. γˊ ΕΣΔΑ τηρητέων των άρθρων 47 εδ. γˊ και 48§2 ΧΘΔΕΕ. Ενόσω όμως η πρόσβαση σε συνήγορο και η εκπροσώπηση απ’ αυτόν λογίζεται ως δικαίωμα του κατηγορούμενου, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε πολλά βήματα παραπέρα από την ερμηνεία του δικαιώματος εκπροσώπησης, όπως την απέδωσε και προσέδωσε νομολογιακά το ΕΔΔΑ. Επιτρέποντας αδιακρίτως την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου ακόμη και σε βαριά κακουργήματα με έντονο κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον, επενέβη τροποποιητικά, διευρύνοντας σε επικίνδυνο βαθμό τον κύκλο των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, περιστέλλοντας, όμως, ταυτοχρόνως, τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του. Με την θέσπιση ενός γενικού και «οριζόντιου» δικαιώματος εκπροσώπησης, «πριμοδοτείται» σιωπηρώς η αδικαιολόγητη και ηθελημένη απουσία του κατηγορουμένου. Η έλλειψη της φυσικής του παρουσίας καταλήγει να αποτελεί ένα «status quo» στην ποινική δίκη και κατατείνει στην προσομοίωση της με την πολιτική. 

Η εθνική ποινική νομοθεσία συμπεριφέρθηκε «δονκιχωτικά» στο δικαίωμα εκπροσώπησης. Ο «δονκιχωτισμός» όμως δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο για την δικαιοσύνη που δεν απονεμήθηκε, όπως άρμοζε απέναντι σε έναν κατηγορούμενο, και όπως όφειλε απέναντι σε μια κοινωνία.

Άγγελος Ποταμιάς,
δικηγόρος Αθηνών

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Κατσογιάννου Μαριλένα, Quo vadis legislator? Η κάμψη της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου και η διά πληρεξουσίου παράσταση στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο: Στην οριογραμμή μεταξύ εναρμόνισης προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ και υπερφαλάγγισης του σκοπού της,  ΠειρΝομ 1/2016, σελ. 23
  2. Την κρίση αυτή το ΕΔΔΑ την επανέλαβε στην «Karatas and Sari Γαλλίας», η οποία ωστόσο αφορούσε ζήτημα που εγέρθη ενώπιον  πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και στις «Nechiporuk και Yonkalo κατά Ουκρανίας» και «Dayanan κατά Τουρκίας». Ομοίως στην «Van Pelt κατά Γαλλίας» τόνισε ότι είναι μεν θεμιτή η λήψη μέτρων για τον περιορισμό των αδικαιολόγητων απουσιών του κατηγορουμένου, ωστόσο το δικαίωμα για εξασφάλιση συνηγόρου υπεράσπισης δεν μπορεί να υποδαυλίζεται.
  3.  Α. Καρράς, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκη, Ποιν. Χρ. 1977, σελ. 289επ., 
  4. Δέον να αναφερθεί ότι ιστορικά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ ενώ προέβλεπε ρητώς την υποχρέωση αυτοπροσώπου εμφανίσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, καταργήθηκε η συγκεκριμένη μνεία, με αντιστάθμισμα τον αποκλεισμό της εμφάνισης και του εισαγγελέα προς «διασφάλισιν της αρχής της ισότητας των όπλων» και πλέον δύναται να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων μόνον κατ’ εξαίρεση .
  5. Α. Καρράς, ΠΛογ 2/2003, ό.π., σελ. 447 επ., ο ίδιος, Επίτομη Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 788, Π. Τσιρίδης, 2005, ό.π., σελ. 124.
  6. Ενδ. προβλέπεται ευμενέστερη ποινική αντιμετώπιση όσων αποδέχονται την ποινική διαταγή
Προσαρμοσμένη αναζήτηση