Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Συγκεντρωμένη και Αποκεντρωμένη κρατική λειτουργία (Β. μέρος)

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 29 Οκτωβρίου 2021 15:14 Συγκεντρωμένη και Αποκεντρωμένη κρατική λειτουργία (Β. μέρος)

Γράφει ο Γιάννης Γουργιώτης

Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα πεδίο εναλλασσόμενων καταστάσεων, μια ατελεύτητη ροή από γεγονότα σε διαρκή, ασύμμετρη ή απρόβλεπτη αλληλουχία, από τα οποία άλλα μεν συντελούν στην αρμονική και εύρυθμη λειτουργία της ύπαρξής μας, ενώ άλλα προκαλούν βασανιστικά πλέγματα ( συμπτώματα) φθοράς με επίπονες και αλγεινές καταστάσεις, με ψυχοφθόρες ακολουθίες.

Οι φθοροποιές αιτίες δεν είναι αυτοφυείς∙ είναι παράγωγα συνειδητής ή ασυνείδητης, εσκεμμένης ή ενδεχόμενης δράσης ή αδράνειας. Το συνειδητό και το υποσυνείδητο είναι στοιχεία που υπόκεινται σε αξιολογική διαδικασία, με σημείο αναφοράς τον κανόνα, θεσμικό ή κοινωνικό. Οι κανόνες αυτοί ή εφαρμόζονται με ορθολογισμό και με συνειδητή προσήλωση ή αντίθετα παραβιάζεται ο τύπος και το πνεύμα του νόμου.

Στα κοινωνικά συμβάντα, που έχουν αιτία γένεσης αρνητικές αιτίες, οφείλουμε να αναζητήσουμε την causa efficiens που τα δημιούργησε. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος αναφέροντας παραδείγματα γεγονότων της καθημερινότητας που συνδέονται με δράσεις ατόμων ή ομάδος ατόμων που εντέλλονται την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων.

Όπως γνωρίζει ο κάθε πολίτης, η χώρα μας ως κρατική οντότητα στηρίζεται στους νόμους που ψηφίζονται με αναφορά στο Σύνταγμα, που είναι ο πυλώνας, η σπονδυλική στήλης του κρατικού κορμού της Δημοκρατίας μας. Οι νόμοι, μεταξύ των άλλων, καθορίζουν τη συνολική διάρθρωση των Υπηρεσιών και το ρόλο τους σε κάθε τομέα της Επικράτειας. Από τους δύο βασικούς τομείς, το Δημόσιο και τον ιδιωτικό, εστιάζω εδώ στο Δημόσιο, ήτοι στις δημόσιες υπηρεσίες, που αποτελούν το ρυθμιστή των λειτουργιών της χώρας, σε όλες τις εκφάνσεις.

Η στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών οφείλει να γίνεται με κριτήρια που ορίζει ο νόμος.  Συχνά η νομιμότητα παρακάμπτεται από αρμόδια  άτομα με δικαιοδοσίες, τα οποία διορίζουν σε υπεύθυνες θέσεις πολίτες που δεν έχουν τα προβλεπόμενα από το νόμο τυπικά προσόντα. Ήταν παλαιότερες ενέργειες αυτές, που δημιούργησαν την παρατυπία της «εκλογικής πελατείας», μια εκτροπή από τη νομιμότητα που πλήγωσε τη δημοκρατική τάξη. Ήταν μια παρέκβαση που είχε γίνει καθεστωτική αντίληψη. Για τα υπόλοιπα κάνει λόγο η ιστορία.

Οι διορισμοί ή μάλλον οι προσλήψεις σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου  (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ κλπ) γίνονταν  χωρίς πολλές διαδικασίες και χωρίς αυξημένα προσόντα των επιλεγόμενων, ακόμη και χωρίς απολυτήριο της Β/βάθμιας εκπαίδευσης. Οι οργανισμοί αυτοί γνώρισαν πληθωριστικές πιέσεις για ευνόητους λόγους. Στο τέλος, μέχρι σήμερα, οι υπάλληλοι των οργανισμών αυτών κατέληξαν να είναι οι « εκλεκτοί» και οι καλύτερα αμειβόμενοι του δημοσίου τομέα, υπερφαλαγγίζοντας μισθολογικά υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών με ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση. Ήταν και είναι μια σοβαρή αδικία, παρόλες τις διακηρύξεις περί «Ενιαίου Μισθολογίου»! Εσκεμμένη υποβάθμιση ή  αβλεψία και “laisser aller laisser faire” της επίσημης Πολιτείας από χρόνια τώρα; .

Από τη λεγόμενη πολιτική αλλαγή (1981) και εντεύθεν η πολιτική ηγεσία επέφερε σοβαρή μείωση της εγκυρότητας της υπηρεσιακής προσφοράς, που είναι συνέπεια της κατάργησης της αξιολόγησης! Είναι ένα δυσάρεστο κεφάλαιο αυτό! Είναι ένα θέμα ουσιαστικής σημασίας. Έχω ασχοληθεί με αυτό, αφότου καταργήθηκε από την εκπαίδευση- πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας-από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ!.  Λίγο αργότερα, προσπάθεια επαναφοράς της αξιολόγησης, βρήκε αντίθετο το σύνολο σχεδόν της εκπαίδευσης. Πρόσφατα, η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να συμπεριληφθεί στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η αξιολόγηση, συνάντησε την έντονη αντίδραση των εκπαιδευτικών που βγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας κατά της απόφασης αυτής. Προσωπικά εκφράζω τη λύπη μου γιαυτη την ιστορία. Ας το ξανασκεφτούν οι εκπαιδευτικοί με νηφαλιότητα, με ψυχραιμία και προ παντός πατριωτικά με προοπτική την ποιοτική εκπαίδευση. Πιστεύω πως τώρα η αξιολόγηση στην εκπαίδευση δε θα έχει σχέση με την παλιά, την αυθαίρετη, μονότροπη και ανεξέλεγκτη του Επιθεωρητή.

Στο ελληνικό δημόσιο ισχύει η μονιμότητα των διορισμένων υπαλλήλων, η οποία έχει μεν το πλεονέκτημα να παρέχει στους υπαλλήλους ήρεμη υπαλληλική σχέση, γιατί τον προστατεύει από την αβεβαιότητα και τις εκπλήξεις των υπηρεσιακών μεταβολών κάθε μορφής, από την άλλη όμως η μονιμότητα οδηγεί σε καθεστώς ραστώνης εκείνους που δεν έχουν τον υπηρεσιακό ζήλο για συνειδητή  εργασία. Εδώ βρίσκεται η ουσία της υπόθεσης. Η υπηρεσιακή εποπτεία και η κατά διαστήματα αξιολόγηση  του εκπαιδευτικού έργου, με παράλληλη δημιουργία κινήτρων, πχ επαίνων, ταχύτερη προώθηση στην ιεραρχία, θέσπιση ειδικών οικονομικών κινήτρων (επιδομάτων) κλπ, πρέπει να είναι στοιχεία αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη φιλοσοφία κάθε υπηρεσιακού τομέα, ειδικότερα της εκπαίδευσης. Αυτά ενισχύουν ψυχολογικά την προσπάθεια για καλύτερη εργασιακή απόδοση.

   Αντί όλων των υπαρχόντων θετικών στοιχείων της εκπαίδευσης, εντούτοις, πολλοί επιλήσμονες του υπηρεσιακού των όρκου, τον παραβαίνουν συνειδητά με αντιυπηρεσιακές συμπεριφορές, με πράξεις ή παραλείψεις που αμαυρώνουν το κύρος του ευρύτερου υπηρεσιακού κύκλου. Οι αντιδράσεις γονέων και  κηδεμόνων και η προσφυγή τους στους προϊσταμένους, δεν φέρνουν αποτελέσματα, ίσως γιατί λείπει το κύρος και η τόλμη των διοικούντων. Το ζήτημα αυτό   είναι πολύ σοβαρό και  ξεπερνά τα όρια ενός άρθρου για ανάλυση. Ανάγεται στις αρμοδιότητες και στην ευθύνη της διοίκησης,  και τελικά είναι θέμα της πολιτικής ηγεσίας.

Στην ανθρώπινη Κοινωνία η άναρχη συμπεριφορά, η αδιαφορία για ζωτικής σημασίας θέματα, η ασυνειδησία κλπ, είναι πληγές ανοιχτές, πολύ περισσότερο αν προέρχονται από υπεύθυνους υπηρεσιακούς παράγοντες. Η εποπτεία, η επαγρύπνηση και η λελογισμένη αυστηρότητα, με πειθώ και με λογικά επιχειρήματα είναι το φάρμακο για τη θεραπεία του κακού.

Θα ανοίξω εδώ μια παρένθεση για μια περίπτωση υπηρεσιακής ακαταστασίας στην περιοχή μου( Μεξιάτες, μόνιμη κατοικία μου) που με αφορά άμεσα ως άτομο- συνταξιούχο και πρώην διευθυντικό εκπαιδευτικό στέλεχος- μια λειτουργική αταξία που αφορά την ταχυδρομική υπηρεσία της περιοχής.

Από αρκετά χρόνια στα ταχυδρομικά Γραφεία, άγνωστο σε ποια, χάνονταν διάφορα στοιχεία της αλληλογραφίας μου, μεταξύ αυτών και επιστημονικά περιοδικά, κυρίως Ψυχολογίας, ξενόγλωσσης και ελληνόγλωσσης ( της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρίας, της οποίας είμαι μέλος). Συνέπεια: μου έλλειψε η επιστημονική ενημέρωση, κυρίως όμως η επαφή μου με την επιστημονική κοινότητα της ειδικότητάς μου έστω και εμμέσως, δια της αλληλογραφίας, αν και δεν έπαψα κατ’ιδίαν να ενημερώνομαι από την πλούσια βιβλιοθήκη μου και από σχετικά άρθρα του ελληνικού τύπου. Οι ενστάσεις μου αφορούν ειδικότερα τα ταχυδρομικά Γραφεία της περιοχής μας.

 Το ταχυδρομείο Υπάτης μεταφέρθηκε στις κωμοπόλεις Σπερχειάδα και Μακρακώμη, που βρίσκονται εκατέρωθεν της κοίτης του Σπερχειού ποταμού, κάπου 30-40 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά μου, ένα χωριό με λιγότερους από χίλιους κατοίκους σήμερα. Στις Μεξιάτες, λοιπόν, ιδρύθηκαν ταχυδρομικές θυρίδες, εκ των οποίων οι περισσότερες δε λειτουργούν όντας κατεστραμμένες.  Μέχρι σήμερα δεν έχω κατανοήσει τη σκοπιμότητα της ίδρυσής τους. Οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι εδώ καλόν είναι να αναλάβουν τις υπηρεσιακές τους υποχρεώσεις που απορρέουν από την υφιστάμενη νομοθεσία του διορισμού τους,    παραδίδοντας την αλληλογραφία κατ’ οίκον, όπως συμβαίνει στις πόλεις.

Να τονίσω συμπληρωματικά, ότι η αλληλογραφία δεν κατατίθεται στις θυρίδες που λειτουργούν ακόμη, αλλά αφήνεται, συνήθως εκπρόθεσμα, στο πρατήριο άρτου ή στο παντοπωλείο. Αυτό έχει ως συνέπεια να χάνονται προθεσμίες με την απώλεια κάποιων πλεονεκτημάτων, λόγω μη έγκυρης ενημέρωσης. Στην περίπτωση αυτή η αποκέντρωση χάνεται στη δυσλειτουργικότητά της και στην υπηρεσιακή αβελτηρία κάποιων προϊσταμένων στο Νομό μας. Στους τελευταίους αυτούς έχω κάνει παρεμβάσεις, αλλά « εις ώτα μη ακουόντων»!

Με λύπη μου κάνω αυτό το διάβημα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις οι αποφάσεις και οι ενέργειες μερικών υπηρεσιακών οργάνων ξεπερνούν τα όρια της ανοχής και συνάμα της ανθρώπινης υπομονής.

Τα  περαιτέρω εναπόκεινται στους αρμόδιους.    

                                                 

                                                 Γιάννης Γουργιώτης