Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ύπνο» Η ιστορία της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 01 Μαΐου 2022 09:12 «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ύπνο» Η ιστορία της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα

Της Δρ. Βασιλικής Λάζου, διδάσκουσας Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ.

Η ιστορία της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα  ξεκίνησε το 1891, ένα μόλις χρόνο ύστερα από την απόφαση της Β Σοσιαλιστικής Διεθνούς για την καθιέρωση της 1ης Μαΐου ως ημέρας εργατικών διεκδικήσεων, αρχής γενομένης την Πρωτομαγιά του 1890.  Αρχικά ο εργατικός χαρακτήρας της ημέρας πολύ λίγους αφορούσε. Το 1891 ο Σταύρος Καλλέργης, ιδρυτής του Κεντρικού Σοσιαλιστικού  Συλλόγου, του πρώτου σοσιαλιστικού πυρήνα στην Ελλάδα  και εκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστής, φωτογραφήθηκε μαζί με μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών  ενώ το 1892 οι συγκεντρωμένοι δεν ήταν πάνω από τριάντα.  Μαζικότερος ήταν ο εορτασμός το 1893. Στη συγκέντρωση η οποία προκάλεσε την προσοχή του αθηναϊκού Τύπου ο Καλλέργης ,σύμφωνα με τον «Σοσιαλιστή, διαβεβαίωσε τους δύο χιλιάδες «υπό μισθόν πάσχοντες» ότι «η πρόοδος βαδίζει τον δρόμον της» και οι εργατικές διεκδικήσεις «του παρόντος» θα οδηγήσουν «εν τω μέλλοντι» στην «κατάργησιν του κληρονομικού δικαιώματος και της ιδιοκτησίας». Οι εργατικές διεκδικήσεις  αφορούσαν στην κατοχύρωση της οκτάωρης εργασίας με ανάπαυση την Κυριακή και την παροχή επιδομάτων σε όσους είχαν υποστεί βλαβη στην υγεία τους εξαιτίας της εργασίας. Ένας μαχητικός αντιπλουτοκρατικός λόγος εκφράστηκε μέσα στη συγκυρία της ύφεσης. Φορώντας κόκκινες κονκάρδες στο πέτο οι σοσιαλιστές ζητούσαν μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης του λαού, την υποστήριξη του κόσμου της μισθωτής εργασίας (ημερομίσθια, ανάπαυση, οκτάωρη εργασία, συντάξεις, δωρεάν εκπαίδευση των παιδιών των εργατών) και την κατάργηση της προσωποκράτησης για χρέη για τους μικρούς επαγγελματίες [Καρπόζηλος Κωστής, Αρχείο Σταύρου Καλλέργη: Ψηφίδες από τον σχεδιασμό της Σοσιαλιστικής Πολιτείας, Εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2013]. 

Η πρώτη μαζική εργατική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιήθηκε όταν η πολυεθνική πόλη βρισκόταν ακόμα υπό οθωμανική διοίκηση. Στην Πρωτομαγιά του 1909 συμμετείχαν Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι και Εβραίοι εργάτες κάτω από τη σημαία του Εργατικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης (Ασσοσιασιόν Ομπραντέρα ντε Σαλόνικα), πρόδρομο της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν.  Την 1η Μαΐου του 1911, η Φεντερασιόν οργάνωσε συλλαλητήριο στο οποίο επενέβη η Αστυνομία συλλαμβάνοντας τους ηγέτες της οργάνωσης Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά. (Κωστής Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη. Τομή της μεταπρατικής πόλης, εκδ. Στοχαστής, 1978). Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο». Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς έγινε ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς επαναλήφθηκαν τα επόμενα χρόνια. Κοινά χαρακτηριστικά τους η χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων, η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος και η καταστολή.

Με αίμα βάφτηκαν εορτασμοί της Πρωτομαγιάς κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από τις πρώτες εκδηλώσεις του το εργατικό κίνημα αποτέλεσε αντικείμενο διωγμού δυσανάλογου προς το μέγεθός του με βάση τη νομοθεσία περί ληστείας ή τον Ποινικό Νόμο.  Καθώς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας κατέρρευσε και η έλευση χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων δημιούργησε νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα οι εργατικές διεκδικήσεις έγιναν πιο δυναμικές. Το αστικό κράτος επέλεξε να απαντήσει με σκληρή καταστολή και τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων που περιόριζαν τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και ποινικοποιούσαν την κομμουνιστική ιδεολογία. Οι μεγάλες απεργίες του καλοκαιριού του 1923 λόγω της απόφασης του τότε υπουργού οικονομικών και ταυτοχρόνως πρόεδρου του ΣΕΒΒ και ιδιοκτήτη της ΑΓΕΤ, Ανδρέα Χατζηκυριάκου, να μειώσει τα εργατικά ημερομίσθια κατά 30-40% σήμαναν την απαρχή μιας νέας περιόδου. Η πρωτοφανής σκληρότητα με την οποία η στρατιωτική κυβέρνηση της «Επανάστασης» του Πλαστήρα αντιμετώπισε τους απεργούς ναυτεργάτες στο Πασαλιμάνι στις 23 Αυγούστου (12 νεκροί εργάτες) και η διάλυση των συνδικάτων και της ΓΣΕΕ στην οποία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ) με νομοθετικό διάταγμα κατέδειξαν ότι το κράτος αντιμετώπιζε πλέον πολύ πιο σοβαρά το εργατικό κίνημα.  

Από το 1924 και μετά θεσμοθετήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν οι διώξεις με ομαδικές εξορίες, νόμους και συγκεκριμένες οδηγίες για τη δράση των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών. Δεν επρόκειτο για καταστολή συγκεκριμένων πράξεων αλλά για δίωξη εξαιτίας της συμμετοχής ή ένταξης σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή κόμματα της Αριστεράς που θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν απειλή για την καθεστηκυία τάξη.  Το νομικό οπλοστάσιο που συγκροτήθηκε στράφηκε κατά του εργατικού κινήματος όχι μόνο κατά τη διάρκεια εκτροπών του πολιτεύματος (δικτατορία Πάγκαλου και δικτατορία Μεταξά) αλλά και σε περιόδους κατά τις οποίες λειτουργούσαν ομαλά οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί. Η κυβέρνηση του Αλεξ. Παπαναστασίου, πρώην ηγέτη των σοσιαλιζόντων «Κοινωνιολόγων», που είχε ανακηρύξει την αβασίλευτη Δημοκρατίας στις 25 Μαρτίου 1924, διατήρησε την ίδια ανεργατική πολιτική. Ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά απαγορεύτηκε σε αντίθεση με την απόφαση των Εργατικών Κέντρων των δύο πόλεων. Πλήθος εργαζομένων ωστόσο συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου στο κέντρο της Αθήνας φωνάζοντας  συνθήματα υπέρ της εργατικής τάξης και της ΕΣΣΔ, αντιπολεμικά και αντικυβερνητικά  και τραγουδώντας  τον «Ύμνο της Διεθνούς». Αστυνομία και στρατός διέλυσαν τη συγκέντρωση τραυματίζοντας δεκάδες διαδηλωτές και συλλαμβάνοντας περί τους 50. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και το μέλος της ΟΚΝΕ Σωτήρης Παρασκευαΐδης, που χτυπήθηκε από ξιφολόγχη στο κεφάλι  και υπέκυπτε λίγο αργότερα.   Ήταν ο πρώτος έλληνας εργάτης που έπεφτε νεκρός σε πρωτομαγιάτικη κινητοποίηση (Γ. Αλεξάτος, Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1924 και η δολοφονία του κομμουνιστή Σωτήρη Παρασκευαΐδη alexatosgiorgos.webnode.gr/)

Η οικονομική κρίση του 1929, η αύξηση της ανεργίας και η υποτίμηση του νομίσματος οδήγησαν σε ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και πολλαπλασιασμό των διεκδικητικών κινητοποιήσεων και των απεργιών (το 1932 έγιναν 200 απεργίες με συμμετοχή 80.000 απεργών). Η άρνηση των κυρίαρχων τάξεων να αντιμετωπίσουν σοβαρά και όχι με τη βία το κοινωνικό ζήτημα της χώρας, να δεχθούν μια σειρά από δίκαια αιτήματα και να προτείνουν πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων οδήγησε σε σκληρότερη καταστολή. Με προμετωπίδα την αντικομμουνιστική νομοθεσία της κυβέρνησης Φιλελευθέρων του Ελ.Βενιζέλου (1928-1932) και το διαβόητο «Ιδιώνυμο» του 1929, το κράτος στόχευε στην κατάπνιξη κάθε διεκδικητικού κινήματος των εργαζομένων.  

Η μεγάλη απεργία των καπνεργατών στη Βόρεια Ελλάδα τον Μάιο 1936 με αιτήματα την αναπροσαρμογή του ημερομισθίου βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα κατεστάλη βίαια. Ο απολογισμός του συλαλλητηρίου στη Θεσσαλονίκη ήταν 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.  Ανάμεσά τους και ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο θρήνος της μητέρας του απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο στον «Επιτάφιο». Την επόμενη ημέρα, η κηδεία των θυμάτων ήταν ένας πραγματικός λαϊκός ξεσηκωμός. Η απεργία αυτή και οι κινητοποιήσεις που ακολούθησαν αποτέλεσαν την αφορμή για να ζητήσει ο Ιωάννης Μεταξάς  από τον βασιλιά Γεώργιο Β' την αναστολή άρθρων του Συντάγματος και να επιβάλει δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικατορίας απαγορεύθηκαν οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες. Με αναγκαστικό νόμο το 1937 καθιερώθηκε η 1η Μαΐου ως «Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας» ενώ η τελευταία εβδομάδα του Απριλίου καθιερώθηκε ως «Εβδομάδα Εργατικής Αλληλεγγύης» κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιούνταν οργανωμένες εκδρομές εργαζομένων στην ύπαιθρο και πολιτιστικές εκδηλώσεις στα εργατικά κέντρα. 

Μέσα στο ζόφο της Κατοχής παρά τα ασφυκτικά περιθώρια για δράση περίπου 1.500 εργάτες των μηχανουργείων του Πειραιά και του εργοστασίου τσιγάρων του Παπαστράτου κατέβηκαν σε απεργία την Πρωτομαγιά του 1942 ενώ στάση εργασίας έγινε και στους Σιδηροδρομικούς.  Το 1944 η Πρωτομαγιά καταγράφηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη εξαιτίας της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μετά την Απελευθέρωση, το 1945 η Εργατική Πρωτομαγιά εορτάστηκε σε ανοιχτή συγκέντρωση του ΕΑΜ στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν οι εορτασμοί γινόντουσαν μετ’ εμποδίων. Το 1960 παρά την άρνηση της κυβέρνησης της ΕΡΕ να δώσει άδεια πραγματοποιήθηκε  ανοιχτή εκδήλωση κατά τη διάρκεια της οποίας η αστυνομία επέθηκε στους διαδηλωτές προξενώντας δεκάδες τραυματίες. Το 1963 στο  διάλειμμα φιλελευθεροποίησης της Ένωσης Κέντρου για πρώτη φορά ύστερα από 16 χρόνια δόθηκε άδεια εορτασμού της Πρωτομαγιάς. Πάνω από 20.000 εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού σε μια μαζική και ενθουσιώδη εκδήλωση ύστερα από το κάλεσμα 82 εργατικών σωματείων που αντιτίθεντο στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.  Νέες απαγορεύσεις του εορτασμού της Πρωτομαγιάς, όπως και κάθε άλλης συγκέντρωσης, επιβλήθηκαν από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών.  Το 1968 με χουντικό νόμο η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε ως υποχρεωτική αργία  με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης. (Τα στοιχεία από Δημήτρης Κατσορίδας, Εργατική Πρωτομαγιά, από τη διεκδίκηση στον εκφυλισμό).

Στη Μεταπολίτευση ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας  πραγματοποιήθηκε τον Μάιο 1975 με μαζική απεργιακή συγκέντρωση  μπροστά από το Δημαρχείο της Αθήνας και ανάλογη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη μπροστά από το Εργατικό Κέντρο.  Έκτοτε είτε ενωτικός ή χωριστός, μαζικός ή τυπικός ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς συνεχίζει να συμβολίζει τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
 

Δρ. Βασιλική Λάζου
ΕΔΙΠ Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ