(Του Παναγιώτη Κουτκιά- Κλασσικού Φιλολόγου)


Ημέρες  δημοσιοποίησης  των αποτελεσμάτων  των πανελλαδικών  εξετάσεων  αυτές  που διανύουμε  και η σκέψη  μας  αναπόφευκτα  ανατρέχει  σε όσα  διαδραματίστηκαν και άφησαν  τη σφραγίδα τους  χαρακτηρίζοντας  αρνητικά  τις  εξετάσεις  του 2012, που κατά  τα  άλλα  βεβαίως  διεξήχθησαν κανονικά. Το ενδιαφέρον  μονοπώλησε  το γνωστό αμφιλεγόμενο θέμα  της  Φυσικής,  ωστόσο  προσωπικά θα ήθελα  να θίξω  ένα άλλο ζήτημα  που ελάχιστα  προσέχθηκε  και αφορά  τα Λατινικά.

Το ότι υπάρχουν  « γκρίζες  ζώνες»  στο «Αιγαίο πέλαγος»  των Λατινικών  και κυρίως  στο Συντακτικό  με  ποικίλα  αμφισβητούμενα  σημεία  είναι  από παλιά  γνωστό  σε όλους  εμάς  που διδάσκουμε  το συγκεκριμένο  μάθημα.  Στις φετινές  εξετάσεις,  όμως,  το πρόβλημα  αναδείχθηκε  με έναν  τρόπο ιδιαίτερα εντυπωσιακό.

Πρόκειται,  συγκεκριμένα, για το τελευταίο  ζήτημα  Γ2γ   των θεμάτων  που είχε την εξής  εκφώνηση:

«Quas  egocupidus  bene  gerendi  et  administrandi  rem publicam, semper  mihi  proponebam» [=(μεταφράζουμε) « Αυτές  εγώ (σ.σ.  δηλ.  τις  εικόνες), επιθυμώντας  να διοικώ  και να διαχειρίζομαι  σωστά  την πολιτεία  μας,  τις έβαζα  πάντα  μπροστά  μου ως  πρότυπα»]: να  μετατρέψετε  τον ευθύ λόγο  σε  πλάγιο με εξάρτηση από τη  φράση «Cicero dicit» [= «Ο Κικέρωνας  λέει»].

Ζητούσε,  δηλαδή, να μετατρέψουμε  την  οριστική  παρατατικού  proponebam από  τον ευθύ στο  αντίστοιχο  ειδικό  απαρέμφατο στον πλάγιο λόγο.


Το σχολικό  βιβλίο  δεν αναφέρει  απολύτως  τίποτε  για την αντιμετώπιση  μιας  τέτοιας  περίπτωσης. Τι οφείλει λοιπόν  να πράξει  ο υπεύθυνος  καθηγητής  που θέλει  να δώσει  ό,τι το καλύτερο  στους  μαθητές  του  και να τους προετοιμάσει  άρτια  για τις εξετάσεις  καλύπτοντας  το σύνολο των πιθανών ζητημάτων; Θα  προστρέξει  στην υπάρχουσα  εξωσχολική  βιβλιογραφία, η οποία  περιλαμβάνει   έγκυρα  Συντακτικά  λ.χ.  Θ.  Κακριδή, Αθ.  Γιαγκόπουλου, Δημ.  Τζερεφού κ.α., καθώς  και   ξενόγλωσσα  εγχειρίδια. Και από  τη  μελέτη  των Συντακτικών  αυτών προκύπτει  ότι από την οριστική  παρατατικού  πρέπει να πάρουμε  απαρέμφατο  παρακειμένου,  δηλαδή  η σωστή  απάντηση είναι:

Cicero  dicit  eas se cupidum bene  gerendi  et  administrandi  rem  publicam  semper  sibi proposuisse.

(ενδεικτικά  παραπέμπω  στα  Συντακτικά  Θ. Κακριδή  σελ.  231,  Δημ.  Τζερεφού  σελ. 186).

Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, όλες (ή  σχεδόν όλες ) οι απαντήσεις  που πρότειναν  εκείνη τη μέρα συνάδελφοι από  τα  έντυπα και ηλεκτρονικά  μέσα  ενημέρωσης  και  από το Διαδίκτυο  έθεταν    απαρέμφατο  ενεστώτα  proponere . Η δε  Κεντρική  Επιτροπή  Εξετάσεων, καθ΄ α  πληροφορούμαστε,  απέστειλε  οδηγία  στους  βαθμολογητές  να δεχθούν αυτό  ως  σωστή απάντηση, που δε στηρίζεται  επιστημονικά.  Η συντριπτική  πλειοψηφία  των μαθητών πανελλαδικά ( από ένστικτο;  επειδή  έτσι διδάχθηκαν από τους  καθηγητές  τους ;) απάντησε  proponere.

Η  επίπτωση, βέβαια,  στην τελική  βαθμολογία  των μαθητών  ήταν  αμελητέα,  αφού η  συγκεκριμένη  επίμαχη λέξη  βαθμολογούνταν με 1  μονάδα  στις 100. Συζητώντας,  άλλωστε, με συναδέλφους  της ιδιωτικής  αλλά  και της δημόσιας εκπαίδευσης  ανά την Ελλάδα  προτείναμε,   προκειμένου να  μην προκληθεί  αναστάτωση  στους υποψηφίους,  να ληφθούν και οι δύο απαντήσεις  σωστές  (άποψη  που συνάντησε  ευήκοα  ώτα), κάτι  που ούτως  ή άλλως  έχει πράξει  η Κεντρική  Επιτροπή κατά το παρελθόν  σε  αμφισβητούμενες  περιπτώσεις  και σε άλλα  μαθήματα. Το ίδιο  θα έπρεπε  να πράξει και τώρα.

Προσωπικά δε με απασχολεί  τόσο το  1/100  όσο  το ότι  πρόκειται  για μείζον  ζήτημα  επιστημονικής    αξιοπιστίας  και αξιοπρέπειας. Δεν είναι,  άλλωστε,  μόνο  η βιβλιογραφία  που συνηγορεί  υπέρ του  proposuisse  αλλά  και η  κοινή λογική. Τη στιγμή  δηλαδή  που ο χρόνος  του ρήματος εξάρτησης  Cicero  dicit   είναι  αρκτικός  και δη ενεστώτας, αν τεθεί  απαρέμφατο  ενεστώτα proponere, τι  νόημα  βγαίνει; « Ο Κικέρωνας  λέει ( τώρα) ότι  βάζει μπροστά του (τώρα)  τις  εικόνες  ως πρότυπα».  Η έννοια του παρελθόντος  που  δήλωνε  στον ευθύ λόγο  ο παρατατικός  proponebam(= έβαζα  μπροστά  μου)  δε χάνεται;

     
Να σημειώσω  εδώ  πως  επικοινώνησα  από την πρώτη στιγμή  έως  και σήμερα  με  συναδέλφους  ανά  την Ελλάδα  που  δημοσίευσαν  απαντήσεις  και τάχθηκαν  με τη διαφορετική  από τη δική μου  άποψη.        Με όσους  έχω μιλήσει  μέχρι στιγμής  οι ίδιοι  δε μου  παρουσίασαν κάποια επαρκή  επιστημονική τεκμηρίωση για τη θέση  τους, κινούμενοι με βάση  μάλλον  μια δική τους  υποκειμενική  αντίληψη  για το νόημα  του κειμένου. Ας  μην επεκταθώ  στο πρόβλημα  που θα  είχαμε,  αν έπρεπε  να μετατρέψουμε  έναν τέτοιον  πλάγιο λόγο,  όπως  προκύπτει  από την απάντηση, στον ευθύ, κάτι  που δεν μπορούν  ίσως  να παρακολουθήσουν  οι μέσοι αναγνώστες  και αποτελεί  θέμα  συζήτησης μεταξύ των ειδικών.

    
Απευθυνόμενος, πάντως,  στο ευρύ  κοινό  των  μέσων αναγνωστών  αλλά και στους  συναδέλφους  φιλολόγους  θα ήθελα  να τονίσω  ότι δε  γράφω  αυτήν τη στιγμή  με την   ιδιότητα του φροντιστή, με τη στενή  ή παρεξηγημένη  ενδεχομένως έννοια του όρου. Ας μη  βιαστεί  να μου προσάψει κάποιος  τις  συνήθεις κατηγορίες  ότι  προσεγγίζω  τις εξετάσεις  με  χρησιμοθηρικό  και βαθμοθηρικό  φροντιστηριακό  πνεύμα. Πέρα  από όσα  θα μπορούσα να πω  για το  νόμιμο και  οργανωμένο ελληνικό  φροντιστήριο που αποτελεί  αναγνωρισμένο θεσμό και βασικό πυλώνα   του εκπαιδευτικού μας  συστήματος, θα  του υπενθύμιζα ότι, είτε το θέλουμε  είτε όχι, οι πανελλαδικές  εξετάσεις  συνιστούν κορυφαία  πράξη  της εκπαιδευτικής  διαδικασίας  που αφορά  ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής  κοινωνίας και δεν μπορούμε  να τις αγνοούμε.

        
Αυτό που με απασχολεί  πρωτίστως  είναι  η επιστημονική  ακρίβεια  και ακεραιότητα  και   όσα  γράφω  υπαγορεύονται  προπάντων  από την επιστημονική  μου  συνείδηση. Εμείς  οι δάσκαλοι, εξάλλου, έχουμε  την ευθύνη  να διδάξουμε  στους  νέους  ανθρώπους  τον  επιστημονικό  τρόπο του  σκέπτεσθαι και να τους  εμπνεύσουμε  την αγάπη  για την επιστήμη
. την  επιστήμη  που ο λόγος  της είναι αντικειμενικός  και όχι υποκειμενικός,  καθαρός  και όχι  ασαφής  , έγκυρος  και όχι αβάσιμος.

     
Και  βεβαίως  στην επιστήμη  δε νοείται  δογματισμός   και η επιστημονική  διαφωνία  αποτελεί  πρωταρχικό εργαλείο  προώθησης  της επιστημονικής σκέψης  και της  γνώσης, ωστόσο  η κατ΄ επίφαση  και χάριν  άλλων  σκοπιμοτήτων  διαφωνία  και την κοινή  γνώμη  κουράζει και  σύγχυση  της προκαλεί. Η κοινή γνώμη  έχει κουραστεί  να παρακολουθεί λ.χ.  τους  ιατρούς να διαφωνούν  για το αν  είναι επιβεβλημένο  ή επιβλαβές  το εμβόλιο  κατά του  ιού  H
1N1 της  νέας  γρίπης,  τους  νομικούς  και συνταγματολόγους  να ερίζουν  για το αν είναι ή όχι  αντισυνταγματικό  εκείνο ή το άλλο άρθρο ενός  νόμου, τους  οικονομολόγους  να μην μπορούν  να  συμφωνήσουν  για τα αίτια της  οικονομικής  κρίσης  και τους  τρόπους  εξόδου  από αυτήν κ.ο.κ.  Κάπου, λοιπόν,  μέσα σε  όλα  αυτά  δεν πρέπει να βρίσκεται  η  επιστημονική  αλήθεια;

Προκύπτουν,  κατά συνέπεια,  ορισμένα  καίρια  και αμείλικτα  ερωτήματα  που ζητούν απαντήσεις:

Πώς  είναι δυνατόν  η Κεντρική  Επιτροπή Εξετάσεων,  που απαρτίζεται  από έμπειρους  πανεπιστημιακούς  αλλά και καθηγητές  Μ.Ε., να δίνει  λάθος απαντήσεις –οδηγίες  στους  βαθμολογητές; ΄Η έστω  να μη λαμβάνει  υπόψη της  και την έγκυρη  βιβλιογραφία;

   Και δεν  αναιρεί  με τη στάση της  την πάγια  οδηγία  που δίνεται στις πανελλαδικές  ότι κάθε  επιστημονικά τεκμηριωμένη  απάντηση  είναι  αποδεκτή;

     
Πώς είναι  δυνατόν τόσοι 
έμπειροι  συνάδελφοι  καθηγητές  ανά την Ελλάδα  να σπεύδουν  να  ευθυγραμμιστούν  με μια αμφιλεγόμενη και ατεκμηρίωτη  απάντηση  και να προσπερνούν  άκριτα  την επιστημονικά  θεμελιωμένη  άποψη; Πώς  είναι δυνατόν  μπροστά  σε μια τέτοια περίεργη ομοφωνία  ο  διαβασμένος,  είτε μαθητής  είτε καθηγητής,   που υποστηρίζει  το  ορθό και έγκυρο να αισθάνεται  ότι αποτελεί  μειοψηφία ή τον  μοναδικό  παράφωνο ή αν θέλετε  το   μοναχικό,  παράξενο και ιδιόρρυθμο τύπο;

     
Για όλους  αυτούς  τους  λόγους  θεωρώ  ότι το  ζήτημα  πρέπει να απασχολήσει  σύνολη  την επιστημονική κοινότητα  των φιλολόγων και προτείνω να  ανοίξει ένα ευρύτατος  διάλογος  ανάμεσα  στα μέλη  της, να διερευνηθεί  και να  ξεκαθαριστεί  όχι μόνο  το συγκεκριμένο αλλά  και μια σειρά  άλλων αμφισβητούμενων ζητημάτων, ώστε να δοθούν υπεύθυνες  και έγκυρες  απαντήσεις  και να  αποφευχθούν πιθανά  σοβαρότερα προβλήματα  στο μέλλον.  Το  οφείλουμε  στους μαθητές  μας, το  οφείλουμε  στην επιστήμη μας.

Γιατί η φιλολογία   είναι επιστήμη  και όχι  παραεπιστήμη,  όπως  θέλουν ή βολεύονται  κάποιοι να την παρουσιάζουν.

Γιατί  και οι θεωρητικές  και ανθρωπιστικές  επιστήμες  είναι επιστήμες  με συγκεκριμένο  αντικείμενο, συγκεκριμένη μεθοδολογία  και συγκεκριμένα  εργαλεία  δουλειάς.

Γιατί  το κύρος  των πανελλαδικών εξετάσεων, αν  όχι του  μόνου, ίσως  ενός  από τους  ελάχιστους αξιοκρατικούς και αδιάβλητους  θεσμούς  στην ελληνική κοινωνία και δημόσια  ζωή, έχουμε  χρέος  όλοι μας  να το  διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.


Παναγιώτης  Κουτκιάς

 Κλασσικός Φιλόλογος -  Διευθυντής  του  Φροντιστηρίου « ΚΛΑΣΣΙΚΟ»

Αγίου  Νικολάου  4 –Λαμία, Τηλ. fax: 22310 52119