Στον εισαγγελέα οι 2 δράστες: «Φτου σας φονιάδες» τους φώναξαν

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2019 13:22 Στον εισαγγελέα οι 2 δράστες: «Φτου σας φονιάδες» τους φώναξαν

Στον εισαγγελέα Κορίνθου υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας οι δύο δράστες της δολοφονίας 73χρονης στους Αγίους Θεοδώρους.

Στον εισαγγελέα Κορίνθου υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας μεταφέρθηκαν οι δύο δράστες της δολοφονίας 73χρονης στους Αγίους Θεοδώρους.

Με χειροπέδες στα χέρια και κουκούλες στα πρόσωπα για να κρύψουν τα χαρακτηριστικά τους, μπήκαν στο γραφείο του εισαγγελέα και ζήτησαν προθεσμία για την ερχόμενη Τρίτη.

Ο λιγοστός κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ξέσπασε σε αποδοκιμασίες. “Φτου σας φονιάδες” φώναξαν κάποιοι, με τις τηλεοπτικές κάμερες, να δίνουν μάχη για ένα τους πλάνο.

Σοκ προκαλεί η ομολογία των δύο Ρομά, για τη δολοφονία της 73χρονης στους Αγίους Θεοδώρους στις 7 Δεκεμβρίου.

Σύμφωνα με την αστυνομία, οι δύο δράστες 26 και 28 ετών, που παραδόθηκαν στο Τμήμα Ασφαλείας Μεγάρων και εμφανίζονται μετανιωμένοι, σκότωσαν την ηλικιωμένη, για να της κλέψουν τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό της, ενώ έκανε τα ψώνια της στη λαϊκή.

Φωτό και βίντεο από το korinthostv.gr

Κυνική ομολογία των δύο δραστών: Τη σκοτώσαμε «για ένα καλό μεροκάματο»

Την ώρα που ζητούν συγγνώμη από συγγενείς και πολίτες, όπως έχουν καταθέσει, αποκαλύπτεται πως οι δύο ληστές έφτασαν στον φόνο, έχοντας ακολουθήσει την 73χρονη με έναν και μόνο στόχο: Να της πάρουν τη χρυσή αλυσίδα την οποία είχαν δει πως φορούσε από τη λαϊκή αγορά. Όπως ομολόγησαν εντελώς κυνικά, "για ένα καλό μεροκάματο". 

Όπως αναφέρει ο 28χρονος οδηγός:

«Σε ένα δρόμο που στη γωνία του υπήρχε ένα μαγαζί, σαν ψιλικατζίδικο. Ο δρόμος αυτός ήταν αδιέξοδο. Το Φιατ ανέβηκε στο δρόμου που είχε ανηφόρα και έφτασε έξω από ένα σπίτι. Είδα και τον κύριο να μπαίνει μέσα στο σπίτι αυτό. Εγώ με το αμάξι οδήγησα στο δρόμο, πέρασα το σπίτι που μπήκε ο κύριος και έκανα στροφή σε κάτι δέντρα πιο πάνω. Πήγα προς την άλλη μεριά, στην κατηφόρα δηλαδή και σταμάτησα το αυτοκίνητο έξω από την πόρτα του σπιτιού που είχε μπει ο κύριος. Τότε βγήκε ο Λ. από τη θέση του συνοδηγού που καθόταν και είπε ότι θα πάει να πάρει την αλυσίδα από την κυρία. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο πήγε από πίσω και άνοιξε το πορτμπαγκάζ για να μη φανεί ο αριθμός της πινακίδας. Δεν θυμάμαι αν άφησε την πόρτα του συνοδηγού ανοιχτή ή κλειστή. Εγώ την μηχανή δεν την είχα σβήσει. Ο Λ. πήγε στην είσοδο του σπιτιού και άρχισε να φωνάζει: ‘Κυρία-κυρία’. Μετά από λίγη ώρα βγήκε μέσα από το σπίτι η κυρία που είχαμε δει στη λαϊκή.

Ο Λ. πήγε δίπλα της και κάτι της είπε, όμως δεν μπόρεσα να ακούσω τι ακριβώς, γιατί είχα το παράθυρο κλειστό. Για να καταλάβετε, ο Λ. με την κυρία αυτή ήταν ακριβώς στην είσοδο του σπιτιού, δίπλα από τη θέση του οδηγού, ενώ εγώ είχα μείνει μέσα στη θέση του οδηγού και περίμενα. Φοβόμουν μήπως κάτι δεν πάει καλά. Εκείνη τη στιγμή ο Λ. έκανε μια κίνηση και της άρπαξε την αλυσίδα από τον λαιμό. Δυσκολευόταν όμως να την βγάλει, γιατί η κυρία άρχισε να παλεύει. Ο Λ. την έριξε κάτω στο δρόμο, μπροστά από την μπροστινή ρόδα που είναι στην μεριά του οδηγού. Μετά η κυρία τον έπιασε από την μπλούζα και άρχισε να τον τραβάει. Ο Λ. πήγαινε προς τα πίσω, προς τη θέση του συνοδηγού, όμως η κυρία δεν άφηνε την μπλούζα του και έτσι την τράβηξε μαζί του προς το μέρος του. Για να καταλάβετε, ο Λ. με την κυρία ήταν μπροστά από το αυτοκίνητο, όμως εγώ την κυρία δεν την έβλεπα καθόλου, γιατί ήταν κάτω στο δρόμο. Άκουσα φωνές και φοβήθηκα μήπως μας πιάσουν. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα να βγαίνει μέσα από το σπίτι ο άνδρας της κυρίας. Επειδή τρόμαξα έβαλα γρήγορα ταχύτητα και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για να μην μας πιάσουν. Όπως ξεκίνησα γρήγορα, κατάλαβα ότι πάτησα την κυρία με τις ρόδες από το αυτοκίνητο. Εγώ δεν την έβλεπα και δεν ήξερα που ήταν γι αυτό και ξεκίνησα. Το αυτοκίνητο όμως χοροπήδησε και τότε κατάλαβα τι είχε γίνει. Τρελάθηκα και προσπάθησα να φύγω ακόμα πιο γρήγορα. Πήγα λίγο πιο κάτω στο δρόμο και μπήκε μέσα ο Λ. στη θέση του συνοδηγού. Άρχισα να του φωνάζω και να του λέω τι μ…….. έγινε. Φύγαμε και ξεκινήσαμε να πάμε στα Μέγαρα».

Ο 26χρονος συνοδηγός έχει πει από την πλευρά του:

«Με πήρε ο Β., για να πάμε στους Αγίους Θεοδώρους να πουλήσουμε υαλοκαθαριστήρες. Ήρθε με ένα ασημί Χιουντάι που έχει και με πήρε. Σταματήσαμε να βάλουμε βενζίνη σε ένα βενζινάδικο στα Μέγαρα και πήγαμε στη Σαλαμίνα να δούμε για λίγο κάτι φίλες μας. Εκεί κάτσαμε λίγο και μετά πήγαμε στη λαϊκή στους Αγίους Θεοδώρους. Εκεί, στη λαϊκή, πουλήσαμε υαλοκαθαριστήρες που σας είπα. Κάποια στιγμή προσέξαμε στη λαϊκή μία ψηλή κυρία που φορούσε μία χρυσή αλυσίδα να μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο που την περίμενε ο άνδρας της. Τότε είπαμε με τον Β. ότι είναι καλή ευκαιρία να βγάλουμε ένα μεροκάματο άμα της την πάρουμε. Πήραμε λοιπόν το αυτοκίνητο και εμείς και τους ακολουθήσαμε. Κάποια στιγμή φθάσαμε σε ένα δρόμο που ήταν αδιέξοδο. Το αυτοκίνητο που ήταν η κυρία πάρκαρε και εμείς κάναμε στροφή, σε κάτι δεντράκια που είχε, για να γυρίσουμε και να της πάρουμε την αλυσίδα.

Μόλις σταματήσαμε έξω από το σπίτι που μπήκαν η κυρία και ο άνδρας της, ο Β. άνοιξε το πορτμπαγκάζ που έχει πίσω το αυτοκίνητο για μην δούνε την πινακίδα μας. Εγώ κατέβηκα και φώναξα: ‘Καλέ κυρία, καλέ κυρία’ για να βγει έξω και να της πάρω την αλυσίδα. Μόλις φώναξα μια δυο φορές, η κυρία δεν βγήκε έξω και εγώ σκέφτηκα να φύγω. Όταν όμως πήγα να φύγω αυτή βγήκε έξω. Ήρθε έξω και ήρθε κοντά μου. Μόλις ήρθε εγώ έπιασα και τις τράβηξα την αλυσίδα από τον λαιμό. Την έκοψα την αλυσίδα αλλά δεν πρόλαβα να την πάρω γιατί με έπιασε από την μπλούζα με το χέρι της. Την ίδια στιγμή άκουσα φωνές και φοβήθηκα μην μας πιάσουν. Έτρεξα μπροστά από το αυτοκίνητο και μπήκα γρήγορα στη θέση του συνοδηγού. Όταν μπήκα ο Β. έβαλε ταχύτητα και έφυγε γρήγορα. Εδώ δεν κατάλαβα τίποτα εκείνη την ώρα γιατί φοβόμουν μην μας πιάσουν. Ο Β. όμως μου είπε: «Μ……..  τη πάτησα την κυρία, την είδα ξαπλωμένη από τον καθρέφτη’. Κατεβήκαμε το δρόμο και στρίψαμε για να πάμε προς Μέγαρα. Εκεί ακούσαμε στις ειδήσεις ότι την σκοτώσαμε και τρελάθηκα. Πήρα το αυτοκίνητό μου, πήρα το Β. μαζί μου και κατεβήκαμε στην Αθήνα γιατί θέλαμε να σκεφτούμε. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι κάναμε αυτό το κακό, χωρίς να το θέλουμε. Μόνο την αλυσίδα θέλαμε να πάρουμε, όχι να την σκοτώσουμε. Κάτσαμε μέρες στην Αθήνα, κοιμόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο και μιλάγαμε γι αυτό το πρόβλημα. Αποφασίσαμε να πάμε στην αστυνομία και να πούμε την αλήθεια. Έτσι έγινε, πήραμε το αυτοκίνητο μου και πήγαμε στο Τμήμα στα Μέγαρα». 

«Ζητούμε συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος και όλους τους Έλληνες», είπαν στους αστυνομικούς που τους πήραν κατάθεση.


πηγή: thetoc.gr

Προσαρμοσμένη αναζήτηση