Σύνοδος Κορυφής: Η τουρκόφιλη γερμανική πολιτική και το φρένο της Μέρκελ σε κυρώσεις στον Ερντογάν

Δημοσιεύτηκε: Πέμπτη, 10 Δεκεμβρίου 2020 11:36 Σύνοδος Κορυφής: Η τουρκόφιλη γερμανική πολιτική και το φρένο της Μέρκελ σε κυρώσεις στον Ερντογάν

Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα, Ουγγαρία οι απολογητές της Τουρκίας - Πώς οι business κάνουν την Γερμανία προστάτη της Τουρκίας την ώρα που η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ζητούν κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας - Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να μπλοκάρει την συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης

Διθυράμβους για τους... ειλικρινείς και τίμιους ηγέτες της ΕΕ επιφυλάσσει τις τελευταίες ημέρες ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το ίδιο πρόσωπο που το τελευταίο διάστημα επιτίθεται επιλεκτικά εναντίον Ευρωπαίων ηγετών όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Σεμπάστιαν Κουρτς. Ποιους εννοεί ειλικρινείς και τίμιους Ευρωπαίους ο Ερντογάν; Ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν έχει κρύψει ποτέ ότι αναφέρεται στην Άνγκελα Μέρκελ, τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ, τον Ιταλό πρωθυπουργό  Τζουζέπε Κόντε, τον Ούγγρο Βίκτορ Όρμπαν και τον πρωθυπουργό της Μάλτας Ρόμπερτ Αμπέλα.

Υπό την ηγεσία της Γερμανίας, οι χώρες που αποτελούν τον βασικό κορμό των τουρκόφιλων της ΕΕ, είναι βέβαιον ότι έχουν συντονιστεί ώστε να αποκρούσουν και να αδρανοποιήσουν τις αξιώσεις της πλειονότητας των 27 χωρών μελών που ζητούν τον προσδιορισμό κυρώσεων οι οποίες να ενεργοποιηθούν εναντίον της Άγκυρας σε περίπτωση που ο Ταγίπ Ερντογάν ξαναρχίσει τους τσαμπουκάδες με το Oruc Reis, τα πλωτά γεωτρύπανά του, ή βρει κάποιον άλλο τρόπο αμέσως μετά τις 12 Δεκεμβρίου για να προβάλλει την αξίωσή του να μεταβάλλει το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο σε τουρκική λίμνη.

Η Άνγκελα Μέρκελ βάζει με κάθε τρόπο φρένο στην πιθανότητα επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, είτε με ένα προσχέδιο συμπερασμάτων που θυμίζει περισσότερο ευχολόγιο, είτε μεταθέτοντας την ημερομηνία για την υποτιθέμενη αξιολόγηση της τουρκικής επιθετικότητας για το επόμενο προγραμματισμένο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου του 2021 και βλέπουμε... Στην ΕΕ, οι λεγόμενες καταληκτικές ημερομηνίες συνήθως μετατίθενται για το μέλλον. Η αναβλητικότητα αυτή χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την Γερμανίδα καγκελάριο, την οποία πολλοί θεωρούν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την εικόνα της ΕΕ, ως μιας Ένωσης που σπανίως λαμβάνει εγκαίρως αποφάσεις κι όταν τελικώς το πράττει το μείγμα θυμίζει την αγγλική ρήση «too little too late». Για πολλούς, η τακτική αυτή της Άνγκελα Μέρκελ δεν αποτελεί απλώς δείγμα αδυναμίας ή αμφιθυμίας. Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για μια στρατηγική στην οποία κορυφαίο ρόλο έχει η σκοπιμότητα της διασύνδεσης πολλών θεμάτων, ώστε η ισχυρή Γερμανία να κρατά εγκλωβισμένους όσους διεκδικούν σε άλλα μέτωπα από τα οποία προσδοκούν οφέλη. 

Στην σημερινή συγκυρία, της συζήτησης για το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, θεωρητικά η ελληνική κυβέρνηση έχει στα χέρια της το όπλο του βέτο. Θα μπορούσε δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μπλοκάρει την λήψη απόφασης για το Ταμείο Ανάκαμψης, που συζητείται εδώ και αρκετούς μήνες ως ένα «εμβόλιο» στην οικονομική κατάρρευση που έφερε η πανδημία της νόσου Covid-19. Θεωρητικά η Ελλάδα έχει αυτή τη δυνατότητα. Αν όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάλει βέτο στην ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, η Αθήνα θα είναι σαν να πυροβολεί το πόδι της. Κι αυτό διότι θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η εκταμίευση των περίπου €31,9 δισ. (εκ των οποίων τα 22,5 αναμένεται να δοθούν υπό τη μορφή επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων και τα υπόλοιπα €9,4 δισ. σαν δάνεια) τα οποία έχει μεγάλη ανάγκη η ελληνική οικονομία.

Η Άνγκελα Μέρκελ προφανώς και γνωρίζει τις ελληνικές κόκκινες γραμμές και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Ουδείς θα πρέπει να θεωρεί συμπτωματικό το γεγονός ότι το Βερολίνο δεν κατάφερε επί μήνες να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στην Βαρσοβία και την Βουδαπέστη να συναινέσουν στην ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η γερμανική οικονομία δεν αντιμετωπίζει πιέσεις και είναι οχυρωμένη στο ενδεχόμενο κλυδωνισμών από την κρίση με τον κορωνοϊό, οπότε επέτρεπε στις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να διαφωνούν. Οπως έχει γίνει σε τόσες άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, στις κρίσιμες στιγμές όλα μπαίνουν σε ένα διαπραγματευτικό τραπέζι που θυμίζει μεγάλο παζάρι και επισήμως αποκαλείται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή Σύνοδος Κορυφής. Και εκεί η ελληνική κυβέρνηση έχει πολλούς συμμάχους, όμως η Άνγκελα Μέρκελ εκβιάζει χωρίς καν να το υπαινιχθεί έστω και με διπλωματική γλώσσα. Η στήριξη της Τουρκίας είναι επιλογή της. Και η Γερμανίδα καγκελάριος γνωρίζει ότι -από την στιγμή που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν μπορεί να αποφασίσει την άμεση ενεργοποίηση κυρώσεων αλλά δίνει κατευθύνσεις για την συγκεκριμενοποίησή τους- ακόμη και μια απόφαση που θα αποτελούσε την αφετηρία επιβολής σκληρών μέτρων εναντίον της Άγκυρας μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν ακόμη περισσότερο την τουρκική οικονομία στις διεθνείς χρηματαγορές. Κι αυτό είναι κάτι που η Άνγκελα Μέρκελ θέλει να αποφύγει. 

Ο στενός εναγκαλισμός Τουρκίας-Γερμανίας

Οι οικονομικές σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία είναι πολύ ισχυρές για να τεθούν στο περιθώριο από το Βερολίνο που καθοδηγεί μια οικονομία με κατ’ εξοχήν εξαγωγικό προσανατολισμό. Ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών της Άγκυρας με το Βερολίνο δείχνουν ότι οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών είναι τρομακτικά ισχυρές: Το 2019, η Τουρκία εξήγαγε αγαθά ύψους 16,6 δισ. δολαρίων στην Γερμανία και εισήγαγε προϊόντα συνολικής αξίας 19,3 δισ. δολαρίων. Από το 2002 μέχρι το 2019 οι άμεσες γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία υπολογίζονται σε 9,9 δισεκατομμύρια δολάρια.

Τα μεγέθη αυτά δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά εύκολο είναι για την γερμανική κυβέρνηση να προχωρήσει στην εκπόνηση ενός σχεδίου για την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία, όσο κι αν τραβήξει το σκοινί ο Ταγίπ Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι τα οικονομικά στοιχεία και τα γεγονότα που αποκαλύπτουν γιατί η γερμανική καγκελαρία είναι απρόθυμη να συζητήσει την ενεργοποίηση αντιποίνων που θα πλήξουν την τουρκική οικονομία.«Ποια ευρωπαϊκή χώρα θα δεχθεί να κάνει εμπάργκο στην Τουρκία, να σταματήσει δηλαδή τις εξαγωγές προϊόντων που είναι το μόνο που θα έπληττε τον Ερντογάν;» διερωτάται διπλωματικός παράγοντας δείχνοντας τα όρια της συζήτησης για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.

Στην οικονομική κρίση που διέρχεται η τουρκική οικονομία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν περισσότερα από 100 δισ. τουρκικού χρέους: 62 δισ. δολάρια έχουν οι ισπανικές τράπεζες, 29 δισ. οι γαλλικές, 24 δισ. δολάρια οι ιταλικές και 9 δισ. δολάρια βρίσκονται στα βιβλία των γερμανικών τραπεζών.

Ισχυρές γερμανικές βιομηχανίες και άλλες επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες στην τουρκική οικονομία. Και στο Βερολίνο, το κατεστημένο γνωρίζει ότι μια εξαγωγική οικονομία όπως η γερμανική θα υποστεί ισχυρούς κλυδωνισμούς σε περίπτωση κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας με την οποία έχει εξάρτηση.

«Δεν πρόκειται να υπάρξουν κυρώσεις της ΕΕ στην Τουρκία. Σε περίπτωση κυρώσεων θα χάσουν οι γερμανικές εταιρείες και η γερμανική οικονομία θα πιεστεί προς τα κάτω. Η οικονομική αδυναμία του Ταγίπ Ερντογάν, η κακή οικονομία της Τουρκίας και η απειλή του μεταναστευτικού είναι τα πραγματικά όπλα της Άγκυρας στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ» επισημαίνει κυβερνητικό στέλεχος με βαθιά γνώση των διεθνών συσχετισμών.

Βεβαίως οι Ευρωπαίοι μπορεί να επεκτείνουν τις κυρώσεις-χάδι σε βάρος προσώπων που συμμετέχουν στις τουρκικές γεωτρήσεις στην Κύπρο. Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση είναι δύσκολο να αποχωρήσει από τις Βρυξέλλες με άδεια χέρια. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι σε όλες τις αποφάσεις της ΕΕ, η οικονομία ορίζει την ισορροπία δυνάμεων.

Πηγή: protothema.gr

Προσαρμοσμένη αναζήτηση