Σοκάρει η Σάρον Στόουν στην αυτοβιογραφία της: Ο βιαστής παππούς, το παρασκήνιο της σκηνής στο «Βασικό Ένστικτο»

Δημοσιεύτηκε: Πέμπτη, 16 Δεκεμβρίου 2021 13:45 Σοκάρει η Σάρον Στόουν στην αυτοβιογραφία της: Ο βιαστής παππούς, το παρασκήνιο της σκηνής στο «Βασικό Ένστικτο»

Η αυτοβιογραφία της Σάρον Στόουν, με τίτλο «Μια Δεύτερη Ευκαιρία», είναι ένα αποκαλυπτικό βιβλίο που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η πολυσυζητημένη βιογραφία της σούπερ σταρ Σάρον Στόουν, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά σε μετάφραση της Γιάννας Σκαρβέλη από τις εκδόσεις Πεδίο, σε αφήνει άφωνο. Περισσότερο κι από τις πολύ αιχμηρές και σοκαρίστηκες αποκαλύψεις της ηθοποιού, η δύναμη του βιβλίου είναι ο λόγος της. Η Σάρον Στόουν μιλάει σαν χείμαρρος, ορμητική και απολύτως ρεαλίστρια, χωρίς όμως να γίνεται κυνική. Αφηγείται τη ζωή της με μια απίστευτη τρυφερότητα -την τρυφερότητα ενός συνειδητοποιημένου ανθρώπου που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου, έχει φτάσει στο χείλος της αβύσσου και έχει επιβιώσει. Η ειλικρίνεια σοκάρει. Η Σάρον Στόουν δεν ωραιοποιεί τίποτα. Αντιθέτως, αποκαλύπτει τα γεγονότα που τη σημάδεψαν: τη βία που έχει υποστεί, την κακοποίηση της αδερφής της μπροστά στα μάτια της από τον παππού της, την εξαπάτησή της σχετικά με την επίμαχη, αποκαλυπτική σκηνή της ταινίας Βασικό Ένστικτο, την ψυχρή μητέρα της που άφησε απροστάτευτη εκείνη και την αδερφή της, τη γιαγιά της που συγκάλυπτε τα πάντα σαν δήμιος στην πόρτα… Εκτός από τα σκληρά και βίαια παιδικά χρόνια, μιλάει για το αληθινό Χόλιγουντ πίσω από τη λάμψη της σόουμπιζ, για το ανεύρυσμα που της άλλαξε την ζωή, το #MeToo, για τη δυσκολία να επιβιώσει ένα φτωχό κορίτσι σε ένα πολύ σκληρό και ανταγωνιστικό κύκλωμα. «Δεν πήγαιναν πάντα εξαιρετικά τα πράγματα: κάποιες φορές με απέλυσαν, άλλες με απομόνωσαν. Μιλούσαν για μένα, με κορόιδευαν και, τελικά, όταν έκανα το Βασικό Ένστικτο, με ξέγραψαν σαν πορνοστάρ», εξομολογείται η ίδια.

Οι αποκαλύψεις της Σάρον Στόουν σε πρώτο πρόσωπο

Οι αποκαλύψεις στο βιβλίο «Μια Δεύτερη Ευκαιρία» πέφτουν βροχή, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, η Σάρον Στόουν ακολουθεί όχι μια ευθύγραμμη αφήγηση που ενδεχομένως θα ήταν κουραστική, αλλά κάνει flashback στην πορεία της με έναν έξυπνο τρόπο. Το αποτέλεσμα, είναι ένα ανάγνωσμα που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι το τέλος. Στα αποσπάσματα που ακολουθούν μπορείτε να πάρετε μια πρώτη γεύση από το βιβλίο.

Το ανεύρυσμα εγκεφάλου που της άλλαξε τη ζωή

«Άνοιξα τα μάτια μου. Ένας άγνωστος έσκυβε πάνω από το πρόσωπό μου σε απόσταση αναπνοής. Με κοίταζε με τόση καλοσύνη, που ήμουν σίγουρη ότι πεθαίνω. Μου χάιδευε το κεφάλι, τα μαλλιά. Και ήταν πανέμορφος. Πόσο ήθελα να ήταν κάποιος που θα μου μιλούσε με αγάπη και όχι κάποιος που θα μου έλεγε ευθύς αμέσως: «Έχετε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία». Παρότι ήταν πολύ ευγενικός, εγώ βρισκόμουν εκεί ξαπλωμένη γνωρίζοντας ότι κανείς σε εκείνο το δωμάτιο δεν με αγαπούσε. Το γνώριζα βαθιά μέσα μου – δεν χρειαζόταν καν ο εγκέφαλός μου, που αιμορραγούσε, να συνειδητοποιήσει αυτό το γελοίο χαστούκι στην ασάλευτη πια ζωή μου. Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου του 2001. Βρισκόμουν στη μονάδα εντατικής θεραπείας σε ένα νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο. Ρώτησα τον κούκλο γιατρό: “Δεν θα μπορώ να μιλάω;”. Μου απάντησε ότι είναι πιθανόν. Ζήτησα ένα τηλέφωνο. Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω στη μητέρα και στην αδελφή μου. Έπρεπε να το μάθουν από μένα όσο ακόμα μπορούσα να τους μιλήσω η ίδια. Ο γιατρός μού έσφιξε το χέρι. Κατάλαβα πως έκανε ό,τι μπορούσε για να εκφράσει την αγάπη την οποία έχει μέσα του κάποιος που στη ζωή κάνει ακριβώς αυτό που έχει επιλέξει και αγαπάει – αν μη τι άλλο σε κάτι τέτοιες στιγμές. Έμαθα πολλά από αυτόν».

Η μεταθανάτια εμπειρία που βίωσε στην εντατική

«Έπεσε σιωπή. Αντηχούσε στα πλακάκια του θαλάμου της Εντατικής και χτυπούσε στην καρδιά μου, που μόλις είχε ραγίσει. Θυμάμαι ότι αισθανόμουν κάτι ανάμεσα σε φόβο και
απορία που κανείς δεν έτρεχε στον διάδρομο φωνάζοντας «Γρήγορα! Γρήγορα!», όπως συμβαίνει στην τηλεόραση. Μια τρομερή απουσία αίσθησης επείγοντος και κινητοποίησης. Ο γιατρός –ναι, ο κούκλος– μου είπε ότι ερχόταν ένα ασθενοφόρο να με μεταφέρει σε κάποιο άλλο νοσοκομείο, διάσημο για την αντιμετώπιση νευρολογικών περιπτώσεων, και ότι εκεί θα μου παρείχαν ιδιαίτερη φροντίδα.
Ω Θεέ μου, αυτό με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα. Υπάρχουν στιγμές που το να σου παρέχουν ιδιαίτερη φροντίδα μπορεί να σε διαλύσει ψυχολογικά. Δεν είναι σαν να σου βρίσκουν καλή θέση σε έναν αγώνα μπέιζμπολ ή να σου κλείνουν τραπέζι κοντά στο παράθυρο, στο αγαπημένο σου εστιατόριο. Προνόμια. Φήμη. Αηδίες.
Τότε ήταν που ένιωσα ξαφνικά τα πάντα να κινούνται με έναν παράξενο τρόπο, λες και η ταινία της ζωής μου ξετυλιγόταν ανάποδα μέσα από την κάμερα. Με ταχύτητα. Άρχισα να νιώθω ότι πέφτω και, σαν κάτι να με κυρίευε ψυχή τε και σώματι, ένιωσα μια τρομερή χιονοθύελλα να με σηκώνει, να με τραβάει έξω από το σώμα μου και να με στέλνει σε ένα οικείο, υπέροχο άλλο σώμα... της συνείδησης;
Το φως ήταν πολύ λαμπερό. Ήταν πολύ... μυστικιστικό. Ήθελα να ξέρω τι είναι. Ήθελα να βυθιστώ μέσα του. Τα πρόσωπα γύρω μου δεν ήταν απλώς οικεία. Ήταν υπερβατικά. Κάποιοι εξ αυτών δεν είχαν καιρό που είχαν φύγει. Είχα φροντίσει μερικούς από αυτούς έως το τέλος αυτής της ζωής. Ήταν οι πιο στενοί μου φίλοι, η Κάρολαϊν, ο Τόνι Ντουκέτ, ο Μάνιουελ. Πόσο μου είχαν λείψει. Κρύωνα πολύ στο δωμάτιο από όπου είχα έρθει. Εκείνοι εξέπεμπαν ζεστασιά, ευτυχία, οικειότητα. Χωρίς να λένε λέξη, καταλάβαινα όλα όσα μου έλεγαν, μου εξηγούσαν γιατί είμαστε ασφαλείς, γιατί δεν πρέπει να φοβόμαστε. Γιατί μας περιβάλλει αγάπη. Στην πραγματικότητα είμαστε αγάπη.
Ξαφνικά, αισθάνθηκα σαν να με κλότσησε μουλάρι στο στήθος, ο πόνος ήταν πολύ οξύς και, ως εκ θαύματος, ξύπνησα πάλι στον θάλαμο της Εντατικής. Είχα κάνει μια επιλογή. Πήρα βαθιά ανάσα όπως όταν έχουμε μείνει πολλή ώρα κάτω από το νερό. Κάθισα, το φως με τύφλωνε. Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν τον όμορφο γιατρό, που έκανε ένα βήμα πίσω για να με παρατηρήσει καλύτερα».

Μισούσε τη μητέρα της

«Μεγάλωνα χωρίς να γνωρίζω στην ουσία τη μητέρα μου. Στην πραγματικότητα, μεγάλωνα χωρίς να συμπαθώ τη μητέρα μου. Ήταν πολύ ικανή και με έμαθε τα πάντα: να μαγειρεύω, να καθαρίζω, να ράβω, να ψήνω, να φυτεύω και να φροντίζω τα φυτά, να φτιάχνω κονσέρβες, να τακτοποιώ τα ρούχα με εξαιρετική τάξη, να στρώνω κρεβάτια, να πλένω ρούχα, να βάφομαι, να κάνω αυτό που μου λένε, αμέσως, όχι έπειτα από δέκα λεπτά (…) Αν αντιμιλούσα, το χαστούκι έπεφτε σύννεφο. Αν κουνιόμουν την ώρα που με χτένιζε, μπορεί και να έσπαγε η βούρτσα πάνω στο κεφάλι μου – έσπασε μερικές φορές. Μεγάλωσα μισώντας την. Όχι μόνο για όλα αυτά, αλλά για την ψυχρότητά της».

Η πρώτη της δουλειά στα McDonald’s και ο προϊστάμενος που την παρενοχλούσε

«Μόλις μεγάλωσα αρκετά για να βρω δουλειά, άρχισα να δουλεύω στα McDonald’s. Με πήγαινε με το αυτοκίνητο η μητέρα μου. Τηγάνιζα, έφτιαχνα μιλκσέικ και πίτες και έφτασα μέχρι το ταμείο. Ο μάνατζερ, που μάλλον κόντευε τα τριάντα και τότε μου φαινόταν πολύ μεγάλος, με παρενοχλούσε συνεχώς, τόσο που τελικά παραιτήθηκα, ή με απέλυσε, ή και τα δύο. Βρήκα δουλειά σε άλλο φαστφουντάδικο, λίγο έξω από την πόλη. Ήμουν το κορίτσι για τις τάρτες – με άλλα λόγια, έβαζα τηνν προκατασκευασμένη αυτή αηδία μέσα στα φορμάκια (…) Ταυτόχρονα, συνέχιζα τις σπουδές μου και συμμετείχα στα καλλιστεία της περιοχής μου. Μου το επέτρεπαν οι δικοί μου γιατί έδιναν υποτροφίες για το πανεπιστήμιο».

Η έκτρωση στα 18 της και η ακατάσχετη αιμορραγία

«Παρά τη σχετική δικαστική απόφαση του 1973, οι αμβλώσεις ήταν δύσκολο να γίνουν στην Πενσυλβάνια, ιδίως στην ηλικία μου. Τι θα κάναμε (σσ. εννοεί με τον 23 Ντ. Που τότε είχαν σχέση); Ήμουν η βασίλισσα της ομορφιάς της περιοχής και εξαιρετική φοιτήτρια. Η ζωή μας δεν ήταν σε φάση γάμου. Ήμασταν, ή μάλλον θα πρέπει να πω ήμουν φρικαρισμένη. Εκείνος είπε να του δώσω λίγες μέρες να το σκεφτεί. Ήρθε και μου είπε ότι είχε βρει μια κλινική στο Οχάιο όπου μπορούσαμε να πάμε και ότι θα με πήγαινε αυτός (…) Οι γιατροί αποφάσισαν ότι μπορούσα να κάνω το χειρουργείο. Εγώ ήμουν πολύ φοβισμένη και σοκαρισμένη για να ξέρω τι να κάνω. Ο Ντ. με φρόντισε και με πήρε υπό την προστασία του. Με γύρισε στη σχολή την ίδια μέρα. Νομίζω ότι κοιμήθηκα ή λιποθύμησα και, όταν συνήλθα, είχα γεμίσει τον τόπο αίματα και ήμουν πολύ χειρότερα από όσο θα έπρεπε να είμαι, αλλά αυτό ήταν μυστικό και δεν μπορούσα να το πω σε κανέναν. Έμεινα, λοιπόν, στο δωμάτιό μου αιμορραγώντας για μέρες. Όταν επιτέλους συνήλθα, πήρα όλα τα ματωμένα σεντόνια και τα ρούχα και τα έκαψα σε ένα βαρέλι στη σχολή, έκανα ντους στις κοινές ντουσιέρες του κοιτώνα και επέστρεψα κανονικά στα μαθήματά του. Αρνήθηκα να ξαναμιλήσω στον Ντ.».

Όταν έκανε μόντελινκ πίστευε ότι ήταν χοντρή

«Παρουσίαζα μαγιό το χειμώνα στην παραλία και γούνες το καλοκαίρι στην 7η Λεωφόρο. Δεν ήμουν μοντέλο πασαρέλας, ήμουν σχετικά κοντή και με πιασίματα. Ή, όπως εγώ το είχα στο μυαλό μου, ήμουν πολύ χοντρή και καθόλου αυτό που στον κόσμο του θεάματος ονομάζεται “The It Girl”. Αλλά, ανήκα στην κατηγορία “special bookings” του πρακτορείου μοντέλων Ford. Ήμασταν στις πρώτες σελίδες του book και κάναμε πορτρέτα και διαφημίσεις και βγάζαμε καλά λεφτά – και μπαίναμε δωρεάν στο Studio 54. Εκείνες τις εποχές, έβγαζα 5000 δολάρια την ημέρα. Καμιά φορά και τα διπλά».

Άσημη ακόμα στο Μπέβερλι Χιλς με τους μυστικούς πράκτορες γείτονες

«Έχοντας αδελφό εγκληματία που ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον φίλο μου, τον διανοούμενο ντίλερ μαριχουάνας, ήμουν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασμένη για το Χόλιγουντ (…) Ήμουν ντροπαλή όταν πήγα εκεί. Φορούσα ολόμαυρα ρούχα, μόνο μαύρα, μονίμως (…) Ζούσα στο νότιο Μπέβερλι Χιλς, σε ένα τριώροφο συγκρότημα. Ήταν πολύ όμορφο, με κήπο στο πλάι. Πίσω από το δικό μου διαμέρισμα έμεναν δυο αδέρφια, πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών (…) Ένα βράδυ, μπαίνοντας μου μύρισε άφτερ σέιβ στο χολ. Ξαναβγήκα από το διαμέρισμα και τους χτύπησα την πόρτα. Όρμησαν στο σπίτι μου σαν τον Τζέιμς Μποντ, με τα εσώρουχά τους, πουκάμισο, γραβάτα και τζόκεϊ. Α ναι, και μαύρες κάλτσες. Δεν ήταν κανείς μέσα τελικά, αλλά ένιωσα τόση ασφάλεια».

Πώς αντέδρασε όταν είδε για πρώτη φορά το πλάνο με το αιδοίο της στο Βασικό Ένστικτο

«Αφού γυρίσαμε το Βασικό Ένστικτο, με κάλεσαν να το δω. Όχι μόνη μου με τον σκηνοθέτη, όπως θα περίμενε κανείς δεδομένης της κατάστασης που μας έκανε όλους, ας πούμε, επιφυλακτικούς, αλλά σε μια αίθουσα γεμάτη ατζέντηδες και δικηγόρους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν καμία σχέση με το έργο. Έτσι είδα για πρώτη φορά το πλάνο με το αιδοίο μου, αρκετό καιρό αφότου μου είχαν πει: “εμείς εδώ δεν βλέπουμε τίποτα – πρέπει, όμως, να βγάλεις το εσώρουχό σου γιατί το λευκό αντανακλάται στο φως και φαίνεται ότι φοράς”. Ναι υπήρξαν πολλές εκδοχές σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά, δεδομένου ότι είμαι αυτή με το εν λόγω αιδοίο, επιτρέψτε μου να πω:΅όλες οι άλλες εκδοχές είναι μπούρδες. Το θέμα είχε ως εξής. Δεν είχε σημασία πια. Ήμουν εκεί, εγώ και τα μέλη του σώματός μου. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις. Μπήκα στην καμπίνα προβολής, χαστούκισα τον Πολ (σσ. εννοεί τον σκηνοθέτη του Βασικού Ενστίκτου Πολ Βερχόφεν), πήγα στο αυτοκίνητό μου και τηλεφώνησα στον δικηγόρο μου Μάρτι Σίνγκερ. Ο Μάρτι μου είπε πως δεν μπορούσαν νς βγάλουν έτσι την ταινία. Ότι μπορούσα να κάνω ασφαλιστικά μέτρα (…) Έπειτα, το ξανασκέφτηκα. Τι θα έκανα αν ήμουν σκηνοθέτης; Τι θα έκανα αν είχα αυτό το πλάνο; Αν το είχα τραβήξει επίτηδες; Ή κατά λάθος; Αν απλώς υπήρξε; Είχα πολλά να σκεφτώ. Ήξερα τι ταινία γύριζα. Για το όνομα του Θεού, αγωνίστηκα γι΄ αυτόν τον ρόλο, και όλο αυτό το διάστημα μόνο αυτός ο σκηνοθέτης με είχε στηρίξει. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να γίνω αντικειμενική. Μπορώ να πω ότι αυτός ο ρόλος με ανάγκασε περισσότερο από κάθε άλλον να σκεφτώ τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου. Ήταν τρομακτικό (…) Το σκέφτηκα λοιπόν, και το ξανασκέφτηκα και επέλεξα να επιτρέψω αυτή τη σκηνή στην ταινία. Γιατί; Γιατί ήταν το σωστό για την ταινία και για τον χαρακτήρα. Και, γιατί, σε τελική ανάλυση, την έκανα (...) Το Βασικό Ένστικτο ήταν η δέκατη όγδοη ταινία μου. Για χρόνια χτυπιόμουν κάνοντας ένα σωρό σκουπίδια και μέτρια τηλεόραση – τότε μάλιστα που η τηλεόραση δεν ήταν ο βασιλιάς. Ήμουν τριάντα δύο χρόνων τότε. Ήξερα ότι ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Μεγάλωνα και ετοιμαζόμουν να βγω από το επάγγελμα πριν καλά καλά μπω. Χρειαζόμουν μια ευκαιρία.

Με φτηνό φουστανάκι παραλίας στην πρεμιέρα στις Κάννες

«Μόνο αφού προβλήθηκε η ταινία στις Κάννες, ο Μάικλ (σσ. Ντάγκλας) ανακάλυψε ότι είχα γυρίσει όλα αυτά τα σκουπίδια. Σηκώθηκε και έκανε μια όμορφη πρόποση για μένα. Μαγική στιγμή. Φορούσα ένα φουστανάκι παραλίας σαν βραδινή τουαλέτα, ο κόσμος είχε ορμήσει στο δωμάτιό μου και είχε κλέψει “τα πράγματα της Σάρον Στόουν”. Ήμουν σταρ, μια σταρ που δεν είχε χρήματα να ψωνίσει καινούργια ρούχα».

Ο παππούς της βίαζε τη μικρή αδερφή της

«Δεν το συζητήσαμε ποτέ παρά όταν κοντεύαμε πια τα τριάντα και χωρίς να είναι μπροστά η μητέρα μας. “Γιατί μας άφησε μόνες μας με ένα τέρας;”. Αργότερα μας είπε ότι δεν ήξερε για τη διαστροφή του πατέρα της απέναντί μας όταν ήμασταν παιδιά. Είπε ότι λυπόταν πικρά. Τον μισούσε. Τη χτυπούσε κάθε μέρα της ζωής της (…) Εγώ ήμουν ο μάρτυρας, όχι το θύμα. Μια μικρή οκτάχρονη που είδε να κλέβουν την αθωότητα της πεντάχρονης αδερφή της. Στεκόμουν, παραλυμένη, μέσα σε εκείνη τη σκόνη, το μισοσκότεινο φρικτό μέρος, παγιδευμένη εκεί από μια γυναίκα που στεκόταν στην πόρτα, για να μην μπορώ να βγω έξω. Η γιαγιά μου, που την έδερνε καθημερινά αυτός ο σατανάς στο δωμάτιο, είχε γίνει και ίδια σατανάς».

Γιατί γέλασε όταν ο δημοσιογράφος τη ρώτησε αν έχει ζήσει στιγμές #MeToo;

«Αποφασίσαμε με την αδελφή μου να μιλήσουμε δημόσια γι’ αυτό που συνέβη με τον παππού μας, αλλά ξέρουμε ότι θα προκαλέσει σάλο. Είναι όπως τότε που με ρώτησαν σε μια πολύ ευχάριστη κυριακάτικη πρωινή εκπομπή στην τηλεόραση αν έχω ζήσει στιγμές #MeToo στο Χόλιγουντ. Εγώ; Είμαι βέβαιη ότι ρωτούσα από ενδιαφέρον, ή από μια βαθιά επιθυμία να με βοηθήσουν, όχι με στόχο να προκαλέσουν σκάνδαλο, αλλά, για να είμαι σίγουρη, δεν είπα τίποτα. Γέλασα, και έγινε viral. Προφανώς δεν γελούσα μόνη μου, χωρίς λόγο». 

Πηγή: iefimerida.gr

Προσαρμοσμένη αναζήτηση