Βασίλης Αλεξάκης: Η ζωή του όλη ένας έρωτας με τις λέξεις

Δημοσιεύτηκε: Τρίτη, 12 Ιανουαρίου 2021 12:41 Βασίλης Αλεξάκης: Η ζωή του όλη ένας έρωτας με τις λέξεις

Τα δύσκολα πρώτα χρόνια της ξενιτιάς, το τηλεφώνημα για δουλειά στη «Le Monde» και οι δυο πατρίδες του.

Είναι αρχές της δεκαετίας του '60 και στο λιμάνι του Πειραιά ένας 17χρονος πιτσιρικάς ανεβαίνει δακρυσμένος στο μεγάλο πλοίο που έχει προορισμό τη Γαλλία κρατώντας μια βαλίτσα στο χέρι. Από κάτω οι συγγενείς του τον βλέπουν να ξεμακραίνει και δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Το μόνο που τούς παρηγορεί είναι ότι το παιδί τους φεύγει από κοντά τους για να καταφέρει να επιβιώσει κάνοντας όμως αυτό που αγαπά, δηλαδή να γράφει. Ήταν ο Βασίλης Αλεξάκης, ο σημαντικός συγγραφέας που έφυγε χθες από τη ζωή  σκορπίζοντας βαθιά συγκίνηση στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας αλλά και της Γαλλίας, των δύο χωρών ανάμεσα στις οποίες μοίρασε τη ζωή του αλλά και τα έργα του.

Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο ταξίδι του φτωχού αγοριού που γεννήθηκε ανήμερα Χριστουγέννων, μεγάλωσε στην Καλλιθέα παίζοντας μπάλα στους χωματόδρομους και κοιμόταν κάθε βράδυ με ένα βιβλίο στο χέρι. Βλέπετε, είχε αποφασίσει από τα 11 του κιόλας χρόνια πως θα γίνει και ο ίδιος συγγραφέας όταν μεγαλώσει. Κι η έντονη αυτή επιθυμία του δεν ξεθώριασε με το πέρασμα των χρόνων. Γι' αυτό και η υποτροφία που πήρε για να σπουδάσει δημοσιογραφία στη Λιλ της Βόρειας Γαλλίας, παρότι τον έπαιρνε μακριά από την οικογένειά του, ήταν ταυτόχρονα το εισιτήριο που τού εξασφάλιζε την είσοδο στον μαγικό κόσμο που τόσα χρόνια ονειρευόταν.

Τα πρώτα χρόνια στη Γαλλία είναι πολύ δύσκολα για εκείνον, σχεδόν εφιαλτικά. Μοναξιά, φτώχεια, απομόνωση, απελπισία...Είχε όμως και κάποια κέρδη: Την άψογη γνώση μιας δεύτερης γλώσσας αλλά και την γνωριμία με έναν τόπο τελείως διαφορετικό από την πατρίδα του ο οποίος τού επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις για το μέλλον και εν τέλει τον σημάδεψε ανεξίτηλα.

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, στα τέλη της δεκαετίας του '60, επιστρέφει στο Παρίσι για να βρει δουλειά. Επειδή όμως ως συγγραφέας και μάλιστα νέος και άγνωστος ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει τα προς το ζην σκέφτηκε να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου και να επιχειρήσει να εργαστεί ως δημοσιογράφος με αντικείμενο την κριτική βιβλίου. Η μεγάλη ανάγκη του για δουλειά αλλά και το θράσος της νιότης τού δίνουν το κουράγιο να σηκώσει το τηλέφωνο, να πάρει στα γραφεία της εφημερίδας «Le Monde» και να αυτοπροταθεί ως νέος συνεργάτης. Τελικά όχι μόνον θα πάρει τη θέση αλλά η συνεργασία του με την εφημερίδα θα διαρκέσει δύο ολόκληρες δεκαετίες!

Η Γαλλία θα γίνει η δεύτερη πατρίδα του και τα γαλλικά η γλώσσα στην οποία κατά κόρον μιλά, σκέφτεται και γράφει. Εκεί θα γνωρίσει και τη γυναίκα με την οποία θα παντρευτεί και θα αποκτήσει δύο παιδιά. Το ελληνικό αλφάβητο θα ξεθωριάζει όλο και περισσότερο στο μυαλό του και η αποτύπωση των σκέψεων, των λέξεων και των συναισθημάτων στο χαρτί γίνεται αυτόματα στη γλώσσα της χώρας που τον φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό είναι κάτι που τον ενοχλεί και του δημιουργεί ενοχές καθώς νιώθει πως έχει προδόσει την πατρίδα του.

Αρχίζει, δειλά – δειλά, να γράφει τα πρώτα του έργα, «Το Σάντουϊτς», «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ – Μπουμ», «Το κεφάλι της γάτας». Η γραφή του ξεχωρίζει, τα βιβλία του διαβάζονται και αποσπούν σημαντικά βραβεία. Εκείνος όμως υποφέρει που δεν μπορεί να γράψει στη μητρική του γλώσσα. Κάποια στιγμή αποφασίζει πως έχει έρθει η ώρα να βάλει ένα ακόμη μεγάλο στοίχημα που δεν ήταν άλλο από ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά. Μελετά μέρα νύχτα ελληνική λογοτεχνία, γράφει και σκίζει χειρόγραφα επί μήνες ολόκληρους, θυμώνει, φωνάζει αλλά δεν τα παρατά. Και στο τέλος τα καταφέρνει. Ολοκληρώνει το «Τάλγκο», το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, ένα βιβλίο που περιγράφει την απελπισία μιας γυναίκας μετά από μια ερωτική ιστορία. Το λογοτεχνικό αυτό δημιούργημά του θα πουλήσει περισσότερα από 200.000 αντίτυπα, θα βραβευτεί από την Γαλλική Ακαδημία ενώ θα μεταφερθεί και στην μεγάλη οθόνη από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στην ταινία «Ξαφνικός Έρωτας», με την Μπέτυ Λιβανού και τον πρωτοεμφανιζόμενο εκείνη την εποχή Αντώνη Θεοδωρακόπουλο να δίνουν, με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους, σάρκα και οστά στους ήρωές του και την Ελένη Βιτάλη να τραγουδά συγκλονιστικά την ερωτική μπαλάντα του Σταμάτη Σπανουδάκη «Έλα λίγο»!

«...Θα διάβαζα μέχρι είκοσι φορές το κάθε γράμμα σου, το διάβαζα δυο – τρεις φορές μόλις ερχόταν, το φιλούσα, το έχωνα στην τσάντα μου, το ξαναδιάβαζα στο λεωφορείο. Το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου, μη μου το κλέψουν, μη μου το αρπάξει κανείς, το κρατούσα όπως κρατάει η μάνα το χέρι του παιδιού της όταν διασχίζουν κεντρική λεωφόρο. Ήμασταν συνεχώς μαζί, οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν καταντήσει ωχροί σαν αναμνήσεις. Μου έτυχε να βρεθώ με μεγάλη παρέα στο εστιατόριο χωρίς να πω ούτε ν’ ακούσω λέξη. Κάποια στιγμή το μάτι μου καρφώθηκε σε μια άδεια καρέκλα όπου σιγά σιγά εμφανίστηκες εσύ και μου χαμογέλασες. Οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Για μένα, η μόνη κατειλημμένη καρέκλα ήταν αυτή η καρέκλα, η κενή...»: Έτσι περιέγραφε την μαγεία αλλά και την απελπισία του έρωτα ο Αλεξάκης στο «Τάλγκο». Ήταν εξάλλου ένα από τα αγαπημένα του θέματα, μαζί με αυτό της Μάνας, με το οποία καταπιάνεται στα βιβλία του «Η Μητρική Γλώσσα» και «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», τη Γλώσσα («Ξένες λέξεις»)αλλά και τις αυτοβιογραφικές ιστορίες («Το Κλαρινέτο»). Όλα τα γραπτά του όμως, ανεξαρτήτως θέματος, είναι ποτισμένα με μεγάλες δόσεις ερωτισμού αλλά και με το μοναδικό ευγενικό χιούμορ που διέθετε σαρκάζοντας πρώτα τον εαυτό του κι έπειτα όλους τους άλλους.

Μπορεί να άργησε αλλά τελικά ο Βασίλης Αλεξάκης κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ελληνική και την γαλλική του ταυτότητα. Σταμάτησε, επιτέλους, να έχει ενοχές και συνειδητοποίησε πως το να μπορεί κανείς να εκφράζεται σε δύο γλώσσες, να ζει σε δυο χώρες και να αγαπά δύο λαούς δεν είναι κατάρα αλλά ευχή. Και συνέχισε να γράφει βιβλία στα ελληνικά και κυκλοφορούσε τα γαλλικά βιβλία του μεταφρασμένα. Αυτό εξάλλου που είχε σημασία ήταν η τεράστια, η άσβεστη αγάπη του για την συγγραφή, μια αγάπη την οποία ο ίδιος τοποθετούσε πάνω απ΄όλα, ακόμα κι απ' τον έρωτα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μια σειρά σοβαρών προβλημάτων υγείας  που αντιμετώπιζε τον κρατούσαν, για μεγάλα διαστήματα, μακριά από τα χαρτιά, τα μολύβια και τη γραφομηχανή του. Μόλις αισθανόταν καλύτερα όμως πάντα σε αυτά επέστρεφε. Γιατί μόνον γράφοντας ήξερε να ζει, μόνο έτσι μπορούσε να επικοινωνήσει με τον αληθινό του εαυτό, να βιώσει τις χαρές και να ξορκίσει του φόβους του.
Πηγή: protothema.gr
 

Προσαρμοσμένη αναζήτηση