Γκλίτσες: Από τα βουνά στην «καρδιά» της Λάρισας (φωτ. & βίντεο)

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 17 Οκτωβρίου 2021 09:27 Γκλίτσες: Από τα βουνά στην «καρδιά» της Λάρισας (φωτ. & βίντεο)

Τους βλέπεις περήφανα να περπατούν στην Παπαναστασίου και να την χτυπούν με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Άλλοι κάθονται στο παγκάκι και στηρίζουν το μπροστινό μέρος του κορμιού τους επάνω τους. Μερικοί την βαστάνε στην πλάτη και βάζουν κόντρα τα χέρια τους. Με περίτεχνο και ιδιαίτερο σκάλισμα η κάθε γκλίτσα είναι ξεχωριστή.

Για τους ηλικιωμένους η ποιμενική ράβδος δεν είναι απλά ένα μπαστούνι. Είναι ότι πολυτιμότερο κουβαλούν από το παρελθόν. Από το χωριό της καταγωγής τους. Από τις ρίζες τους.

«Όταν κρατάω την γκλίτσα είναι σα να θυμάμαι τον πατέρα μου και πως πηγαίναμε στα πρόβατα όταν ήμουν μικρός. Είναι σα να ακούω την μάνα μου να με φωνάζει και να με μαλώνει. Είναι κάτι που με γυρνάει πίσω στην παιδική μου ηλικία» εξηγεί ο κυρ Στέλιος που κατάγεται από τα βουνά των Τρικάλων αλλά οικονομικοί λόγοι τον έφεραν στην πόλη.

Ακόμα όμως και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει τον τόπο καταγωγής του.

Η larissanet πιάνοντας αυτήν την ιστορία από το τέλος της, αποφάσισε να βρει την αρχή του. Γι’ αυτό το λόγο βρέθηκε σ’ ένα βουνό που φημίζεται για την κατασκευή μοναδικών γκλιτσών. Στα χωριά του Ασπροποτάμου και συγκεκριμένα στο χωριό Κρανιά.

Σε υψόμετρο 1150 μέτρων συναντάμε τον 74χρονο κύριο Στέφανο. Κάθεται ανάμεσα σε δεκάδες ξύλα και απορροφημένος από τη διαδικασία δουλεύει ένα κομμάτι κρανιάς. «Τα ξύλα θέλουν χρόνο. Θέλουν καλό ψάξιμο στο δάσος και έλεγχο για να βρεις τα κατάλληλα. Είναι σημαντική η διαδικασία της επιλογής. Όταν δεν έχουμε δουλειά ξεκινάω και φτιάχνω». Φαίνεται πως είναι και ένα ωραίο είδος ψυχοθεραπείας καθώς τον ηρεμεί. «Τα δουλεύεις και τραγουδάς. Σκέφτεσαι ωραία πράγματα και ειδικά από το παρελθόν» λέει στη larissanet.

Για το πόσο χρονοβόρο είναι να κατασκευαστεί μια γκλίτσα λέει «Είναι μεγάλη διαδικασία. Θέλει κόψιμο, κάψιμο, καθάρισμα, ξύσιμο, στόλισμα, δεν είναι εύκολο. Μ’ αρέσει πάντως πολύ». «Αγκούλα (Αγκύλη)», «Αγκιουλίτσα», «Αγκλούτσα», «Γκλίτσα», «Κλούτσα», «Αγκούτσα», «Ράβδα», «Γιδόγκλιτσα», «Στραβολέγκα», «Ματσούκα», «Κατσούνα», «Τσομπανίκα». Όπως και να την πει κανείς έχει την ίδια αξία.

Σύμφωνα με άρθρο του Μενέλαου Παπαδημητρίου, δικηγόρου Αθηνών, συγγραφέα –λαογράφου που αναρτήθηκε στο aetostz.blogspot.com, ετυμολογικά ως λέξη κλίτσα ή αγκλίτσα το ορθότερο είναι ότι προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αγκύλος, που μεταβατικά ήρθε το αγκυλίτσα και μετά από συγκοπή κατέληξε σε αγκλίτσα-γκλίτσα και τελικά κλίτσα.

Οι χρήσεις της κλίτσας από το γεωργοκτηνοτρόφο Αργιθεάτη είναι ούκ ολίγες. Κλίτσα στα πρόβατα και στα γίδια για όρμωμα, κλίτσα για το φτάσιμο της βάντας του κλαριού και για το μπελόνιασμά του (κλαρί ή μπάτσες έλατου) και σήκωμα στον ώμο, κλίτσα στο γαλάρι και στο μαντρί μα και στην ύπαιθρο για το πιάσιμο του πρόβατου και της γίδας είτε για άρμεγμα-είτε για άλλο λόγο (δεν πιάνονταν εύκολα ειδικά η γίδα αν ήταν ζόρικη), κλίτσα και τρουβάς, κλίτσα και κάπα ή και γκιούμι, κλίτσα αντιστύλιο του βοσκού κάτω από τη μασχάλη-για να στηρίζεται τις ώρες της βοσκής τους, κλίτσα στον ώμο κάτω από το ματέρι στο κουβάλημά του, κλίτσα αντιστήριξης και στήριξης στο ανέβασμα και κατέβασμα στα πλάια των βουνών μας, κλίτσα – όπλο για τα σκυλιά που χύνονταν, κλίτσα για τα σύκα-τα κεράσια και το μήλα ή γκόρτσα, κλίτσα για το αναμέρισμα στις φτέρες και το θόρυβο για να φεύγουν τα φίδια μα και για την εξόντωσή τους όταν δε γινόταν αλλιώς, κλίτσα στη βροχή και στο χιόνι και κλίτσα για άμυνα ή επίθεση σε τυχόν τσακωμό.

Βάσει του glitses.blogspot.com, η ιστορία της γκλίτσας, ξεκινάει από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Ο θεός Πάν, ο οποίος θεωρείται και ως ο θεός των βοσκών, εμφανίζεται σε πολλές παραστάσεις κρατώντας μία γκλίτσα στο ένα χέρι και τον αυλό του στο άλλο. Επίσης, ο Μωϋσής, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Χριστός ως ποιμήν των ανθρώπων, όλοι τους κρατούσαν ένα είδος γκλίτσας στα χέρια τους.

Την γκλίτσα, με την σημερινή της μορφή την συναντούμε επί εποχής Βυζαντίου και τουρκοκρατίας. Την εποχή εκείνη, χρησιμοποιείται κυρίως από βοσκούς, ως μέσον για να καθοδηγούν τα κοπάδια τους αλλά και να αντιμετωπίζουν κινδύνους από επιθέσεις αγρίων ζώων. Εκτός όμως από τους βοσκούς, γκλίτσες χρησιμοποιούν και οι απλοί άνθρωποι, γέροντες κυρίως, οι οποίοι τις έχουν ως υποστήριγμα στο βάδισμά τους και ως μέσον προστασίας.

Παλιότερα, που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία, κατασκεύαζαν δύο ειδών γκλίτσες. Την «Τσοπάνικη» και την «Γεροντική». Η «Τσοπάνικη» είχε μεγάλη κεφαλή, με μεγαλύτερη καμπούρα και μακρύ μπαστούνι. Συνήθως ήταν μονοκόμματη. Δηλαδή, η γυριστή κεφαλή, που ήταν συνήθως ασκάλιστη, αποτελούσε προέκταση του μπαστουνιού και λύγιζε με το καψάλισμα. Η «Τσοπάνικη» ονομάζεται αλλιώς και «Λαγούσα», «Στροβολέγγα» και «Στραφαγκούλα». Διευκόλυνε τον βοσκό να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των γιδοπροβάτων και όταν επιτηρούσε τα ζωντανά του, να στηρίζεται άνετα. Η «Γεροντική» είναι μικρότερη και καλλιτεχνικότερη και χρησιμεύει για συντροφιά και αποκούμπι των ηλικιωμένων κυρίως, καθώς και πρόχειρο όπλο για προφύλαξη από εξαγριωμένα αδέσποτα σκυλιά ή από ερπετά.

Η γκλίτσα, πολλές φορές έδειχνε και την ιδιότητα του κατόχου της. Οι γκλίτσες που χρησιμοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι και οι βοσκοί ήταν απλές με λίγο κέντημα. Οι γκλίτσες των ζωεμπόρων, εμπόρων, τσορμπατζήδων κ.λ.π. ήταν περισσότερο διακοσμημένες. Οι γκλίτσες των τσελιγκάδων, των αρχόντων, προυχόντων κ.λ.π. ήταν οι λεγόμενες «βαρειές» γκλίτσες, με πολλές παραστάσεις και κεντήματα. Αυτές ήταν και οι πιο ακριβές.

Οι γκλίτσες κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο. Η βέργα είναι κυρίως από κρανιά ενώ η κεφαλή είναι από ξύλο κρανιάς, ελιάς, κέδρου, αγριομηλιάς, οξιάς, νεροπλάτανου κ.λ.π. Το ξύλο πρέπει να είναι σκληρό και καθαρό. Το κόψιμο των ξύλων γίνεται πάντα τον χειμώνα, προτού ανέβουν οι χυμοί στις ρίζες και στην συνέχεια τα ξεραίνουν για να χάσουν τους χυμούς και να πραγματοποιηθεί έτσι το «σκότωμα» των ξύλων, ώστε να μην σκεβρώνουν με τον καιρό. Για να ισιώσουν τα ραβδιά, τα καψαλίζουν στην φωτιά, γι’ αυτό μερικά διατηρούν την καψάλα.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET

Προσαρμοσμένη αναζήτηση