Από την Μικρασιατική καταστροφή στην εθνική ολοκλήρωση

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 11 Αυγούστου 2019 18:35 Από την Μικρασιατική καταστροφή στην εθνική ολοκλήρωση

(του Χρίστου Π. Γαληρόπουλου

   Ms.c  Φιλολόγου Α.Π.Θ)

 

 Ένα από τα σημεία κεφαλαιώδους σημασίας της ιστορίας της πατρίδας μας είναι η πορεία του μικρασιατικού Ελληνισμού. Πολλά έχουν γραφτεί, έχουν ειπωθεί κατά καιρούς, από ειδήμονες, αυτόπτες μάρτυρες, πρόσφυγες και επικριτές ή οπαδούς πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων που με λάθη, παραλείψεις, ή και παρορμητικές αποφάσεις υπό την πίεση της κοινής γνώμης, επιτάχυναν τα γεγονότα προς την εκδήλωση μιας κρίσης που άφησε μια βαθιά και ανοιχτή πληγή στη σάρκα του Ελληνισμού.

Πέρα και πάνω από όλα αυτά η νηφάλια αποτύπωση γεγονότων είναι εξαιρετικά σημαντική προκειμένω να τεθεί στη βάσανο του σεβαστού αναγνωστικού κοινού και να γίνει κατανοητό ότι η θέση της χώρας μας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη είναι απόρροια και των συμμαχιών ή αντιδικιών με τους διεθνείς οικονομικοπολιτικούς παράγοντες.  

Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στο Παρίσι, όπου αποφασίστηκε η παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα. Ύστερα από αυτή την απόφαση η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την συνθήκη και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο με αποτέλεσμα η απόβαση του Ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε εκστρατεία.

Στη διάσκεψη του Λονδίνου (1920) αποφασίστηκε η οριστική παραχώρηση της Θράκης και της Σμύρνης στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από την Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα από πιέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου οι Μεγάλες δυνάμεις έδωσαν τη συγκατάθεση τους για προέλαση του Ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας με αποτέλεσμα ένα μήνα αργότερα να πραγματοποιηθεί η συνθήκη των Σεβρών, όπου θα επικυρωνόταν η προσάρτηση της Μικράς Ασίας στο Ελληνικό κράτος ενώ μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Η μεγαλύτερη Ελλάδα, χωρικά και γεωγραφικά, η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών ήταν πλέον γεγονός.

Παράλληλα με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του Σουλτάνου και είχε συγκροτήσει, με την σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του. Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει ανακωχή με την Ρωσία και την Γαλλία έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του.

 Κρίσιμη καμπή για την εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Ο Βενιζέλος έπειτα από την αδιαμφισβήτητη διπλωματική επιτυχία προκήρυξε εκλογές για να ανανεώσει την κυβερνητική του θητεία, αφού ήδη είχε υπερβεί τα χρονικά περιθώρια που επέτρεπε το σύνταγμα της χώρας. Το αποτέλεσμα των εκλογών, το οποίο κατέδειξε την δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού για την παρατεταμένη παραμονή των Ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στις προεκλογικές του δεσμεύσεις είχε περιλάβει την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών. Απευθυνόμενος στα μύχια της ψυχής των συγγενών των Ελλήνων στρατιωτών και υποσχόμενος τον επαναπατρισμό τους, προκάλεσε την συντριπτική ήττα του Βενιζέλου. Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση δεν κράτησε την υπόσχεσή της.

        Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ κατάφερε να συνθηκολογήσει μετά την Γαλλία, Ρωσία και με την Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του Τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες. Ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), πέρα από τη ζώνη της Μικρασίας που υπήρχαν καλά θεμελιωμένα και απαράγραπτα ιστορικά δικαιώματα. Ο νέος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Τουρκίας ακολουθούσε μεθοδικά την τεχνική της ελεγχόμενης οπισθοχώρησης, ώστε να μοιάζει η ελληνική προέλαση ως επιθετική ενέργεια. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους ακυρώνει την συνθήκη των Σεβρών ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκαταλείπουν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων

 

Τον Μάιο του 1922 ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω της άρνησης της νέας κυβέρνησης Παπαναστασίου  να του στείλει ενισχύσεις. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζηανέστης, ο οποίος διέπραξε ένας μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ' ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με αποτέλεσμα πολλοί έμπειροι αξιωματικοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Η γαλλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε και επισήμανε ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής στην Κωνσταντινούπολη και την Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

              Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε μια μεγάλη πλάνη, ο Κεμάλ Ατατούρκ γνώριζε πολύ καλά τις δυνάμεις του στρατού αλλά και τις μαχητικές ικανότητες του αντιπάλου στρατοπέδου. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες, μόνο οι 70.000 ήταν μάχιμοι ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές υπηρεσίες. Ο τουρκικός στρατός είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με καινούρια ανεπτυγμένα πυροβόλα, τα οποία τελικά έκριναν την έκβαση της μάχης στο Αφιόν Καραχισάρ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κερδίσει αξιώματα χωρίς να έχουν πολεμήσει σε πεδία μαχών, οι Τούρκοι αξιωματικοί είχαν λάβει μέρος σε πολλές δύσκολες μάχες και είχαν κερδίσει επάξια τον βαθμό τους.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το ιππικό του Κεμάλ του οποίου ο σκοπός ήταν να ανακόψει τον εφοδιασμό των Ελλήνων και ταυτόχρονα να ξεσηκώσει τους πληθυσμούς των υπό κατοχή περιοχών σε εξέγερση. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από τις μάχες, ήταν δυσκίνητος και ανοργάνωτος. Ο πολεμικός εξοπλισμός ήταν αρχαϊκός ενώ η τροφοδοσία των ενόπλων δυνάμεων δυσλειτουργούσε. Το σοβαρότερο λάθος όμως ήταν η, πραγματικά εγκληματική, άγνοια της ποιότητας των αντιπάλων. Ο τουρκικός στρατός τη στιγμή της πλήρους αποδιοργάνωσης των ελληνικών δυνάμεων ξεκίνησε αντεπίθεση που προκάλεσε την  ταχύτατη κατάρρευση του μετώπου. Οι Έλληνες οπισθοχωρούσαν με άτακτο τρόπο και σε όλα τα επίπεδα. Η μικρασιατική ελληνική τραγωδία, η μικρασιατική καταστροφή για τους Έλληνες με τις βαρύτατες συνέπειες σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο,  υμνήθηκε από τους Τούρκους ιστοριογράφους ως η τουρκική απελευθέρωση.

        Η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο διπλωματικό  πεδίο όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος που επανήλθε στο προσκήνιο μετά την συντριβή των αντιπάλων του, προσδοκούσε να εκμεταλλευτεί τις ευρωπαϊκές συμμαχίες για να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την Ελλάδα, αφού ταυτόχρονα, είχε θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο για την αποκατάσταση των προσφύγων οι οποίοι λειτούργησαν ως η μαγιά για την πληθυσμιακή πύκνωση του ελληνικού στοιχείου ιδίως σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θράκη. Βοήθησαν σε οικονομικό επίπεδο ως φθηνό εργατικό δυναμικό και αναζωογόνησαν με το πλούσιο πνευματικό τους υπόβαθρο την ελληνική πολιτισμική δημιουργία.

         Επιπλέον η στρατιωτική κατάσταση είχε μεταβληθεί. Ο ελληνικός στρατός είχε ανασυγκροτηθεί στον Έβρο με νέους  αξιωματικούς και σε τίποτα δεν θύμιζε το μπουλούκι του Αυγούστου. Προείχε επίσης για τον Κεμάλ και η εσωτερική ανασυγκρότηση μιας χώρας κατεστραμμένης από τον πόλεμο και με ένα πληθυσμό κουρασμένο από τις πολεμικές συγκρούσεις. Ο Τούρκος ηγέτης , είχε στο νου του να ξεκινήσει άμεσα τις βαθιές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ομογενοποίηση και τον εξευρωπαϊσμό του οθωμανικού κράτους. Του ήταν αναγκαία λοιπόν μια μακρά περίοδος ειρήνης.

Παράλληλα υπήρχαν και μια σειρά εξωτερικοί παράγοντες που του επέβαλαν μια στροφή στην πολιτική του.

         Οι Άγγλοι επέμεναν να φανεί υποχωρητική η Τουρκία με αντάλλαγμα την παραχώρηση του τριγώνου του Καραγάτς έτσι ώστε να επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε μια βδομάδα. Στην ίδια την Αγγλία είχε αλλάξει η κατάσταση. Το φιλελεύθερο κόμμα έχανε  έδαφος,  οι εργατικοί κέρδιζαν καθημερινά καινούργιες μάζες και οι συντηρητικοί ήθελαν να εμφανίσουν αποτελέσματα στην Ανατολή εξασφαλίζοντας τα πετρέλαια της Μοσούλης. Αν ο Κεμάλ δεν υποχωρούσε στην Αγγλία θα έμενε μόνος απέναντι στη Γαλλία που διεκδικούσε πολλά στο χώρο του σημερινού Λιβάνου, του Ιράκ και της Συρίας.

          Υπήρχε επίσης ένας καινούργιος παράγοντας που έπαιζε πια σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή. Η Σοβιετική Ρωσία που πίεζε τον Κεμάλ να μην υποχωρήσει στις αγγλογαλλικές απαιτήσεις. Μπορεί η Σοβιετική Ρωσία να μην είχε γίνει ακόμη παγκόσμια δύναμη όμως το κύρος της στις ευρωπαϊκές μάζες ήταν μεγάλο. Ακόμη οι σοβιετικοί μπορούσαν να χτυπήσουν τις τουρκικές δυνάμεις από τον Καύκασο και τον Πόντο. Ο Κεμάλ τα υπολόγιζε όλα αυτά και παρά το ότι στο εσωτερικό χτύπησε τους Τούρκους κομμουνιστές ( το 1921 εξόντωσε την ηγεσία του νεοιδρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας) στην εξωτερική πολιτική δεν μπορούσε να ακολουθήσει αντισοβιετικό δρόμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη την εποχή οι Τούρκοι αντιπρόσωποι πηγαινοερχόταν στην Μόσχα.

Όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω οδήγησαν στην αλλαγή της τουρκικής στάσης και του κλίματος στη Λωζάνη. Μετά από όλα αυτά στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφτηκε στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της Λωζάνης η ελληνοτουρκική συμφωνία. Η συμφωνία αποτελέστηκε από 143 άρθρα, ενώ σ’ αυτήν προσαρτήθηκαν, πέντε ειδικές συμβάσεις, τέσσερις δηλώσεις, μία συμφωνία, μια τελική πράξη, καθώς και διάφορες επεξηγηματικές επιστολές ή συμφωνίες.

          Η συνθήκη της Λωζάνης αποτέλεσε την ταφόπλακα στην Μεγάλη Ιδέα με θύματα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και περίπου 1.500.000 ξεριζωμένους Έλληνες πολλοί από τους οποίους χάθηκαν στους δρόμους της προσφυγιάς ή τις πρώτες μέρες του ερχομού τους στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 1922. Όμως από την άλλη μεριά ήταν και μια «σανίδα σωτηρίας» για μια κατεστραμμένη χώρα.

        Μετά από τόσους αγώνες και θυσίες ο ελληνικός λαός επέστρεφε στον ειρηνικό βίο που απερίσπαστος να επιχειρούσε να βάλει τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους στα γεωγραφικά σύνορα που γνωρίζουμε σήμερα και που προσδιορίστηκαν με σαφήνεια από τα αναλυτικά κείμενα της συνθήκης της Λωζάνης που οφείλουμε να την διαφυλάττουμε με κάθε τρόπο απέναντι σε όποια τάση αναθεωρητισμού προσπαθεί να επιβάλλει η γειτονική Τουρκία.

 Χρίστος Π. Γαληρόπουλος
  Ms.c Φιλόλογος Α.Π.Θ
Προσαρμοσμένη αναζήτηση