Απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου κατά τράπεζας για χρήση εισπρακτικής εταιρίας

Δημοσιεύτηκε: Κυριακή, 24 Μαρτίου 2019 19:36 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου κατά τράπεζας για χρήση εισπρακτικής εταιρίας

Θα πρέπει να καταβάλει ποσό για 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη…

Κόλαφος κατά της πρακτικής των τραπεζών να χρησιμοποιούν εισπρακτικές εταιρείες για την είσπραξη οφειλών μέσω προσωπικών δεδομένων, αποτελεί απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου (150/2019), σύμφωνα με την οποία ενάγουσα, δικηγόρος, υπέστη ηθική βλάβη από την πρακτική Τράπεζας, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση από την εναγόμενη Τράπεζα.

Πρόκειται για τη δεύτερη απόφαση που λαμβάνεται πανελλαδικά, κατά της πρακτικής των Τραπεζών να χρησιμοποιούν εισπρακτικές εταιρείες, που λαμβάνουν προσωπικά δεδομένα των οφειλετών και τους ενοχλούν τηλεφωνικά, για να εξοφλήσουν τις οφειλές τους.

Κατά συστημικής Τράπεζας στράφηκε η δικηγόρος Βόλου κ. Θεοκτή Αδαμακίδου με αγωγή της στο Ειρηνοδικείο (13 Ιουλίου 2018) και με απόφασή του το Δικαστήριο (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) στις 13 Μαρτίου 2019 έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και υποχρεώνει την εναγόμενη Τράπεζα να καταβάλει στη δικηγόρο-οικονομολόγο το ποσό των 1.500 ευρώ.

Σημειώνεται ότι η κ. Αδαμακίδου ασχολείται από το 2006 με τραπεζικά ζητήματα και όπως δηλώνει στη «Θ», «έχω σώσει πολλούς από αυτοκτονία».

Η ενάγουσα δεχόταν τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρείες για μικρή σχετικά οφειλή της (σήμερα έχει φθάσει στο ποσό των 4.000 ευρώ περίπου) από πιστωτική κάρτα, ακόμη και την ημέρα της κηδείας του πατέρα της, όπως αναφέρει.

Ειδικότερα της τηλεφωνούσαν τρεις εισπρακτικές εταιρείες από 9 διαφορετικούς τηλεφωνικούς αριθμούς, τους οποίους η ενάγουσα κατέγραψε και καταχώρισε, παρουσιάζοντάς τους στο Δικαστήριο, ενώ όπως επισημαίνει, ακόμη και σήμερα, μετά τη δικαστική απόφαση την ενοχλούν εισπρακτικές εταιρείες.

Η απόφαση

Σύμφωνα με την απόφαση, που βασίστηκε σε άλλη του Εφετείου Αθήνας, «η ενάγουσα έχει συνάψει με την εναγόμενη εταιρεία τη με αρ. 5278 9999 0496 946-3 σύμβαση εκδόσεως κάρτας, καθώς και η με αριθμό 4917 9100 0968 1861 πιστωτική κάρτα, η οποία εκδόθηκε κατόπιν δική της αιτήσεως. Στη συνέχεια και σε αντικατάσταση της ως άνω με αριθμό 5278 9999 0496 946-3 κάρτας της χορηγήθηκε η με αριθμό 5278900086318651 πιστωτική κάρτα, κατά την κατάρτιση των οποίων γνωστοποίησε τα αναγκαία, προσωπικά της δεδομένα, όπως το όνομά της, επώνυμο, πατρώνυμο, τον αριθμό δελτίου ταυτότητάς της, τη διεύθυνση κατοικίας της, τον αριθμό φορολογικού της μητρώου, το τηλέφωνο και το λειτούργημά της. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη, έχοντας αξίωση από τις καθυστερούμενες δόσεις των πιστωτικών καρτών, για την πληρωμή των οποίων όχλησε την ενάγουσα, ανέθεσε σε εισπρακτική εταιρεία, βάσει της μεταξύ τους συμβάσεως εντολής την ενημέρωση των οφειλετών της Τράπεζας, διαβιβάζοντας σ’ αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής της χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει αυτήν για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας για τη σύμβαση των πιστωτικών καρτών και ειδικότερα τους όρους 8, 27 της ως άνω σύμβασης αναγράφεται ότι η Τράπεζα γνωστοποίησε στον οφειλέτη ότι τηρεί αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία επεξεργάζεται, ήτοι, μεταξύ άλλων, συλλέγει, καταχωρεί, διατηρεί, αποθηκεύει και χρησιμοποιεί είτε μόνη, είτε σε συνεργασία με τις εταιρείες που αυτή τυχόν συμμετέχει στο πλαίσιο της μετ’ αυτών συνεργασίας και επιχειρηματικής δράσεως. Από το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, ουδόλως αποδεικνύεται από την εν λόγω εναγόμενη – που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη – ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει την ενάγουσα κατά τρόπο σαφή για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εν λόγω εναγόμενη εξάλλου δεν επικαλέστηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους προς εισπρακτική εταιρεία. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα σε τακτά χρονικά διαστήματα (ενδεικτικά αναφέρεται η 8.2.2017 και ώρα 15.29), έλαβε στο τηλέφωνό της εισερχόμενες κλήσεις της εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών…

Με βάση δε τα ανωτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος, κατά την εκ του νόμου νόθο αντικειμενική ευθύνη της, ανυπαίτια αγνοούσε τα θεμελιωτικά της υπαιτιότητάς της πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της ότι κατά τη συλλογή των ως άνω στοιχείων της ενάγουσας, αυτή είχε δώσει, ανεπιφύλακτα, τη συγκατάθεσή της προς επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων αβάσιμα προτάσσεται, καθώς, από το κείμενο της συμβάσεως, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, δεν προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο της συλλογής των δεδομένων, είχε ενημερώσει την ενάγουσα κατά τρόπο σαφή για τον σκοπό της επεξεργασίας – διαβίβασης και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρο 11 παρ. 1β, γ ν. 2472/1997, ούτε δε προέκυψε μεταγενέστερη προσήκουσα ενημέρωσή της με τα επικαλούμενα ενημερωτικά σημειώματα της εναγόμενης και πριν από τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων, συγκεκριμένα, στην εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων ενώ, τέλος και ο ισχυρισμός της, ακροθιγώς θιγόμενος, ότι το εν γένει νομοθετικό πλαίσιο που διέπει η λειτουργία της ιδίας και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεών της, της παρείχε το δικαίωμα ενημέρωσης της ενάγουσας για τις ληξιπρόθεσμες, αληθείς έστω, οφειλές της, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού η ενημέρωση της ενάγουσας δεν αποτελεί το αιτούμενο, εκ του ν. 2472/1997, ζημιογόνο γεγονός, το οποίο, εν προκειμένω, είναι η διαβίβαση των προσωπικών της δεδομένων. Συνεπώς, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρεία ενημέρωσης προέβη σε επεξεργασία των παρανόμως διαβιβασθέντων σ’ αυτήν από την εναγόμενη προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, καλώντας την στο κινητό τηλέφωνό της, προκαλώντας, έτσι, στην τελευταία μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και συναισθηματική οργή και, επιπλέον, ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, που όφειλε να γνωρίζει τον κίνδυνο επέλευσης ζημίας λόγω των παρανόμων παραλείψεων και πράξεών της, η ενάγουσα υπέστη, αιτιωδώς συνυφασμένη, ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, δικαιούται, δεδομένων των συνθηκών τέλεσης, της έντασης της προσβολής, του βαθμού πταίσματος, αλλά, και του κοινωνικού ρόλου που οφείλει να επιτελεί η εναγόμενη, πέραν του οικονομικού-κερδοσκοπικού, του οικονομικού μεγέθους της και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία πρέπει να οριστεί στο, δίκαιο και εύλογο, ποσό των 1.500 ευρώ, απορριπτόμενου του υπερβάλλοντος ως υπερβολικού, καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου των δεδομένων, εν προκειμένω της ενάγουσας, αλλά, η συμμόρφωση των υπεύθυνων επεξεργασίας, εν προκειμένω της εναγόμενης, στις οριζόμενες από τις διατάξεις των Ν. 2472/1997, 3758/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4038/2012, υποχρεώσεις της.

Με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, χωρίς, ωστόσο, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, αφού δεν συντρέχουν εξαιρετικοί, προς τούτο, λόγοι, μέρος δε των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατά τον λόγο της νίκης της, θα επιβληθούν, επίσης, σε βάρος της εναγόμενης, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα».

Πηγή: e-thessalia.gr

Προσαρμοσμένη αναζήτηση