ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 14 oC
Αναζήτηση:
CREATE IMAGE

Η Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα: μια ιστορία καλών προθέσεων και κακών εφαρμογών (του Γιώργου Καρανάσιου)

Η Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα: μια ιστορία καλών προθέσεων και κακών εφαρμογών  (του Γιώργου Καρανάσιου)

Γράφει ο Γιώργος Καρανάσιος.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία, που θεσπίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1992 και τιμάται κάθε χρόνο στις 3 Δεκεμβρίου, η συζήτηση για την Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, αποκαλύπτοντας ένα πεδίο γεμάτο αντιφάσεις, καλές προθέσεις και κακές εφαρμογές.

Από τη μία πλευρά, διακηρύσσεται ως πεδίο κοινωνικής ευαισθησίας, ισότητας, συμπερίληψης και στήριξης των πιο ευάλωτων παιδιών. Από την άλλη, παραμένει ένα χρονίζον μωσαϊκό από νομοθετικές επεμβάσεις, μπαλώματα, ελλείψεις προσωπικού, ανολοκλήρωτες δομές και μια αξιοσημείωτη, αν και απολύτως προβληματική βιομηχανία «ειδικών», που βρήκαν γόνιμο έδαφος για να θρέψουν καριέρες, πτυχία, σεμινάρια και… οικονομικά συμφέροντα.

Η ιστορική διαδρομή της Ειδικής Αγωγής είναι αποκαλυπτική.

Στη δεκαετία του ’80, η ορολογία ήταν τόσο σκληρή και ιατρικοκεντρική, που σήμερα μοιάζει σχεδόν βάρβαρη: οι μαθητές δεν ήταν «παιδιά με δυσκολίες», αλλά «αποκλίνοντες από το φυσιολογικό», «σχολικώς δυσπροσάρμοστοι», «νοητικώς υστερούντες».
Προσεγγίζονταν όχι ως άνθρωποι με αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες, αλλά ως παθολογικά προβλήματα που απαιτούσαν διορθωτικές παρεμβάσεις.
Μέσα σ' αυτές τις ταμπέλες, χωρούσαν όλοι: από αυτισμό μέχρι επιληψία και από μαθησιακές δυσκολίες μέχρι… ανωριμότητα.

Στις επόμενες δεκαετίες, η νομοθεσία άλλαξε και μαζί της προσπάθησε να αλλάξει και η γλώσσα.

Ο όρος «άτομα με ειδικές ανάγκες» έδωσε τη θέση του στους «μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», και το 2000 πια η έμφαση μετατοπίστηκε στην εκπαιδευτική διάσταση των δυσκολιών.
Οι μαθητές δεν ήταν πλέον «ανώριμοι» ή «δυσπροσάρμοστοι», αλλά άτομα με δυσλεξία, δυσαριθμησία, διαταραχές λόγου, ΔΕΠ-Υ, ΔΑΦ κ.λπ. Ένα βήμα προς τον πολιτισμό, αλλά όχι όσο μεγάλο θα ήθελε κανείς.

Το 2008 το πλαίσιο εκσυγχρονίζεται ξανά: ο νόμος 3699 αναγνωρίζει ευρύ φάσμα αναπηριών, από αισθητηριακές μέχρι αναπτυξιακές, από κοινωνικο-συναισθηματικές μέχρι χαρισματικότητα.

Τα παιδιά λοιπόν μπορούν να φέρουν οποιαδήποτε δυσκολία: αρκεί να υπάρχει μια «ετικέτα». Διότι χωρίς διάγνωση, δεν υπάρχει στήριξη και έτσι, η Ειδική Αγωγή παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αντίφαση: για να βοηθήσεις ένα παιδί, πρέπει πρώτα να το… κατηγοριοποιήσεις.

Φυσικά, πολλοί επιστήμονες έχουν ασκήσει κριτική σ' αυτό το μοντέλο «ιατρικοποίησης» της μαθησιακής δυσκολίας. Οι ταμπέλες δημιουργούν χαμηλές προσδοκίες, στιγματίζουν το παιδί, επηρεάζουν το πώς το αντιμετωπίζουν οι γύρω του και καμιά φορά γίνονται η εύκολη δικαιολογία για να καλύψουν οι δομές και οι εκπαιδευτικοί τις δικές τους αδυναμίες.
Ωστόσο, χωρίς διάγνωση δεν κινείται τίποτα. Το σύστημα απαιτεί χαρτί. Όχι απαραίτητα παιδαγωγική ουσία, αλλά χαρτί.

Και εδώ ακριβώς αρχίζει το «μεγάλο ελληνικό πανηγύρι». Την ώρα που οι μαθητές χρειάζονται ουσιαστική υποστήριξη, το κράτος εισάγει διαρκώς μοριοδοτικά κριτήρια, σεμινάρια 300 και 400 ωρών, επιμορφώσεις που παρέχονται αποσπασματικά πίνακες Α΄, Β΄ και Γ΄, ενώ η «ειδίκευση» στην Ειδική Αγωγή θεσμοθετείται με τρόπο που ανοίγει την πόρτα σε μια λεγεώνα επίδοξων ειδικών.

Διότι ναι, η Ειδική Αγωγή έγινε ο παράδεισος των «ειδικών». Όχι πάντα επιστημόνων, συχνά απλώς ειδικών… στο να αξιοποιούν το σύστημα προς όφελός τους («είσαι ό,τι δηλώσεις»).

Οι πρόθυμοι «της εξειδίκευσης» ξεφυτρώνουν κάθε χρόνο. Μεταπτυχιακά εξπρές, σεμινάρια τηλε-επιμόρφωσης, διδακτορικά που πολλαπλασιάζονται μαγικά στο κυνήγι μορίων. Ποια Φινλανδία και ποια οργανωμένη μεταπτυχιακή εκπαίδευση…
Μια ολόκληρη παράλληλη αγορά οικοδομήθηκε γύρω από τη μοριοδότηση.
Η εκπαίδευση υποβιβάστηκε σε μηχανισμό μοριοσυλλογής, απομακρυνόμενη από τον σκοπό της, την ουσιαστική μόρφωση.

Το αποτέλεσμα;

Χιλιάδες εκπαιδευτικοί με χαρτιά και τίτλους, αλλά χωρίς την απαραίτητη πρακτική κατάρτιση. Από την άλλη, εξίσου χιλιάδες πραγματικοί ειδικοί –λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ψυχολόγοι, παλεύουν σε γραφειοκρατικούς λαβύρινθους.

Και όσο η Πολιτεία διακηρύσσει «ευαισθησία», τόσο τα σχολεία βυθίζονται στην πραγματικότητα: κενά στην αρχή της χρονιάς που φτάνουν τα 600, 700, 800 άτομα σε μια μόνο διεύθυνση, παράλληλες στηρίξεις που μοιράζονται σε 3–4 παιδιά ταυτόχρονα.
Τμήματα ένταξης χωρίς προσωπικό, μαθητές που περιμένουν μήνες για διάγνωση, γονείς που οδηγούνται στον ιδιωτικό τομέα, επειδή τα ΚΕΔΑΣΥ έχουν ραντεβού μετά από έναν χρόνο.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται το ίδιο θέατρο: «Έρχονται οι προσλήψεις». «Έγιναν οι προσλήψεις». «Ξεμένουμε ξανά από εκπαιδευτικούς». «Δεν φτάνουν οι πιστώσεις».
Η πολιτεία ανακοινώνει 2.800 προσλήψεις, ενώ μόνο σε μία περιοχή λείπουν 600 δάσκαλοι.
Η αριθμητική της πολιτικής μοιάζει να μην έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα της τάξης. Και τελικά το αυτονόητο γίνεται υπερπολυτελής υπηρεσία: ένα παιδί να έχει τον δάσκαλό του από την πρώτη μέρα.

Η κοινωνία επίσης παίζει τον ρόλο της. Οι γονείς συχνά φοβούνται την «ετικέτα» και όχι άδικα. Το στίγμα υπάρχει ακόμη. Η άγνοια επίσης.
Τα σχολεία συχνά δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία, ούτε παιδαγωγικά, ούτε ανθρώπινα.

Ο εκπαιδευτικός της γενικής εκπαίδευσης, επιβαρυμένος από την υποστελέχωση των σχολικών μονάδων και την περιορισμένη διεπιστημονική υποστήριξη, συχνά δυσκολεύεται να υλοποιήσει αποτελεσματικά πρακτικές ένταξης και εξατομικευμένης διδασκαλίας για μαθητές με αυξημένες εκπαιδευτικές ανάγκες. Επιπλέον, όσο ο μαθητής προχωρά σε ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, οι απαιτήσεις του αναλυτικού προγράμματος αυξάνονται, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την παροχή συστηματικής και εξειδικευμένης στήριξης.

Η ένταξη παραμένει εν πολλοίς στα χαρτιά. Η συμπερίληψη παραμένει ευχή.
Όμως το τραγικότερο ίσως είναι, πως τα παιδιά με ειδικές ανάγκες πληρώνουν τα σπασμένα μιας πολιτείας που βλέπει την Ειδική Αγωγή σαν λογιστικό πρόβλημα. Ενώ θα έπρεπε να αποτελεί το πιο προστατευμένο και αξιοπρεπώς στελεχωμένο κομμάτι της εκπαίδευσης, καταντά το πρώτο που υφίσταται περικοπές, καθυστερήσεις, προχειρότητες.

Έτσι, ένα σύστημα που θεσμοθετήθηκε για να προστατεύει τους πλέον ευάλωτους, συχνά τους εκθέτει περισσότερο. Οι προθέσεις καλές, οι εφαρμογές προβληματικές. Η νομοθεσία εκσυγχρονισμένη, αλλά η πράξη απογοητευτική.
Και στο κέντρο, τα παιδιά που δεν τους αξίζει, ούτε η πολιτική απάθεια, ούτε οι διάφοροι «ειδικοί» σεμιναρίων, Γραφείων, "ειδικών εργαστηρίων" και Κέντρων...

Η Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους νόμους ή αλλαγές ορολογίας. Χρειάζεται αξιοπρέπεια, σταθερότητα, προσωπικό, σωστή επιμόρφωση και πάνω απ’ όλα: αλήθεια.
Να μιλήσουμε καθαρά για τις ελλείψεις.
Να σταματήσει η συστηματική εκμετάλλευση του πεδίου απ' όσους το είδαν ως επαγγελματικό εφαλτήριο.
Να υπάρξει πραγματική πολιτική βούληση, όχι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και αυστηρός, ουσιαστικός έλεγχος των εξ αποστάσεως μεταπτυχιακών... γενικά των  "χαρτιών"!

Διότι, στο τέλος, η Ειδική Αγωγή δεν είναι, ούτε ευκαιρία μοριοδότησης, ούτε χώρος απόδειξης κομματικής ευαισθησίας. Είναι υπόθεση παιδιών και οικογενειών, που παλεύουν και ένα κράτος που οφείλει επιτέλους να σταματήσει να τους απογοητεύει.

Καρανάσιος Γεώργιοςgkaranasios24@gmail.com

Υ.Γ1. Λόγω των δυσκολιών που σχετίζονται τόσο με τον ορισμό όσο και με τη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, ο προσδιορισμός της συχνότητας εμφάνισής τους δεν μπορεί να γίνει με σαφήνεια και ποικίλλει από χώρα σε χώρα - και ιδιαίτερα στη χώρα μας. Εκτιμάται ωστόσο, ότι το ποσοστό παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες κυμαίνεται μεταξύ  2% - 10 %, ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση.
Πιο αναλυτικά, η διάγνωση των Ε.Μ.Δ. επηρεάζεται τόσο από τα διαγνωστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται, όσο και από το γλωσσικό περιβάλλον και φυσικά από τη "Δημοκρατικότητα" της χώρας..!

Υ.Γ2. Στη Φιλανδία με τα γνωστά επιτεύγματα (ΟΟΣΑ με τους καλύτερους 15χρονους μαθητές της υφηλίου - και με τις μικρότερες στον κόσμο, διαφορές μεταξύ ασθενέστερων και πιο δυνατών μαθητών, όπου όλες τις κυβερνήσεις, αριστερές και δεξιές, σέβονται την ισότητα) όλοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν ολοκληρώσει συγκεκριμένες μεταπτυχιακές σπουδές για να μπορούν (εφόδιο) να διδάσκουν.Το κόστος των μεταπτυχιακών αυτών των ουσιαστικών σπουδών καλύπτεται πλήρως από το κράτος, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση στο επάγγελμα.
Στην Ελλάδα γίνεται κυνηγητό χαρτιών...για τους γνωστούς λόγους.

Οι εκπαιδευτικοί αυτής της χώρας θεωρούνται εκ των πιο καταρτισμένων του πλανήτη (σε αξιολογήσεις που κάνουν οργανισμοί εκτός Φινλανδίας).

«Η Ελληνική Γλώσσα ως συντελεστής ήπιας ισχύος και μέσο επιρροής για την   ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας»
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ «Η Ελληνική Γλώσσα ως συντελεστής ήπιας ισχύος και μέσο επιρροής για την ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας»