ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 13 oC
Αναζήτηση:
CREATE IMAGE

Ο Κωνσταντίνος Κούκουνας μας συστήνει το πρώτο του βιβλίο, «Διήμερον ἐν Θεσσσαλονίκῃ»

Ο Κωνσταντίνος Κούκουνας μας συστήνει το πρώτο του βιβλίο, «Διήμερον ἐν Θεσσσαλονίκῃ»

Απόσπασμα για τη Λαμία, καθώς ο πρωταγωνιστής στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του περνάει από αυτή!

Στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα με τίτλο Διήμερον ἐν Θεσσσαλονίκῃ (εκδ. Historia, 2022), ο Κωνσταντίνος Κούκουνας μιλά με θαυμασμό για την πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόν τον αστικό χώρο με την βαριά βυζαντινή κληρονομιά.

Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος είναι Νοτιοελλαδίτης στην καταγωγή και παράλληλα μετανάστης σε μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Ύστερα από την σύντομη, διήμερη παραμονή του στην Θεσσαλονίκη, παίρνει το υπεραστικό λεωφορείο ώστε να επιστρέψει στην γενέτειρά του την Πάτρα. Εκεί θα μαζέψει γρήγορα τις βαλίτσες, θα χαιρετήσει τους δικούς του, κι επιστροφή ξανά στην Ευρώπη. Δυστυχώς οι καλοκαιρινές διακοπές τελείωσαν.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου, υπό τον τίτλο «Κτελ, Εικοσιένα», περιγράφει την διαδρομή από Θεσσαλονίκη έως Πάτρα, δηλαδή από τις «Νέες Χώρες» προς την «Παλαιά Ελλάδα». Το πέρασμα μέσα από τις κωμοπόλεις της Στερεάς Ελλάδας προκαλεί σκέψεις στον αφηγητή. Πέρα από την φυσική ομορφιά του τοπίου, στοχάζεται πάνω στα γεγονότα του 1821. Ειδικότερα, είναι η μορφή του Αθανασίου Διάκου που τον γοητεύει, καθώς ο οπλαρχηγός περιμένει τους Οθωμανούς στρατιώτες που βγαίνουν από την πύλη της Λαμίας για να τον αντιμετωπίσουν.

Θυμάται μάλιστα που είδε και φευγαλέα την προτομή του, κάπου σε μία κεντρική πλατεία της Θεσσαλονίκης. Και αναλογιζόμενος την θυσία του, καταλήγει ότι τέτοιοι άνθρωποι είναι κοινό κτήμα, ανήκουν σε όλη την οικουμένη.

Εδώ ένα σχετικό απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο του διηγήματος, καθώς ο αφηγητής περνά έξω από την Λαμία:

«Οι επιβάτες προς Πάτρα να επιβιβαστούν γρήγορα στο πούλμαν. Άμεση αναχώρηση, μάς περιμένει ανταπόκριση στην Λαμία. Το λεωφορείο φεύγει!». Έτσι ανακοίνωσε το μεγάφωνο, κοφτά.

«Άμα δεν έχω προλάβει να πιω τον καφέ και με σηκώνουν από το τραπέζι, τό έχω για γρουσουζιά», μού είπε η κοπέλα. Αθωότητα και σιγουριά πήγαζε από τα λόγια της. Νέα, είχε φτιάξει όμως και χαρακτήρα. Ασπαζόμουνα κι εγώ την γραμμή της, ούτε εμένα μού άρεσε να πίνω βιαστικά τον καφέ. Τής χαμογέλασα, λέγοντας πως «δεν έχουμε κι άλλη επιλογή». Πάλι μέσα στο όχημα, η ατμόσφαιρα δυσφορίας διαχεότανε.

Κατηφόριζε το πούλμαν, και το μεγάλο του τζάμι ήταν σαν οθόνη. Κατά μήκος του δρόμου, μυτερή πρασινάδα της υπαίθρου, αλλιώτικη, δική μας. Πολλά έλατα, στητά και όρθια. Βραχώδεις όγκοι του Παρνασσού, φυλάνε τον παλιό ομφαλό του κόσμου. Εκεί περνούσε για χρόνια την ζωή της μια παρθένος. Μες στην χαράδρα, τής είχαν χτίσει μια καλύβα.

Κρημνοί κι απότομες πλαγιές, από εδώ κυνηγούσε και κυνηγιόταν η κλεφτουριά της Ρούμελης. Κάθε οπή τους, κι ένα μυστικό ορμητήριο. Κρυμμένοι ληστές των βουνών (…).

Καθισμένοι στις σπηλιές σαν άγριοι, αλλά κάνανε και τα χωρατά τους. Γιωργάκης και Οδυσσέας και πόσοι άλλοι ορεσίβιοι, ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά. Οι νίκες τους κάναν ηχώ, κι αυτή διαδιδόταν στα λαγκάδια. Μαθαινόταν από φαράγγι σε φαράγγι. Παλεύαν με θηρία των βουνών και με τρόπο λαμπρό τα κατέστρεφαν.

Περάσαμε ξυστά τέτοια μέρη της Στερεάς, Γοργοπόταμος, Γκιώνα, Δεσφίνα, φάνηκε και μία πινακίδα. Ήταν όρθια κι έδειχνε: Γραβιά τόσα χιλιόμετρα. Συλλογίστηκα πόσο άγνωστο μας είναι το 1821 της Θεσσαλονίκης. Ήταν κοντά στο διοικητικό κέντρο και οι πληθυσμοί της ανάμικτοι: οι συνθήκες δεν ευνοούσαν γενικό ξεσηκωμό. Πόσο π.χ. ξένος θα φαινόταν ένας Θανάσης Διάκος στον κοσμοπολίτικο αέρα της.

Κι όμως θυμήθηκα, μια έκλαμψη: είχα δει φευγαλέα την προτομή του κοντά στην Καμάρα, πλατεία της Ροτόντας, αλλά μού ξένισε. Ξέρω ξέρω, τέτοιοι άνθρωποι είναι αρχέτυπα που δεν φθίνουν, «ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος». Είναι και ρόδα αμάραντα. Όμως κάπως δεν κόλλαγε, ασύμβατος ο άνθρωπος αυτός στον πυκνό αστικό ιστό της βαλκανικής μεγαλούπολης. Ούτε καν έζησε ποτέ εκεί, δεν ήταν από τους ταξιδιώτες ή εμπόρους. Ο ανδριάντας του, δίπλα στην πλατύδρομη λεωφόρο.

Τα αγαθά που κυκλοφορούν, το πολύγλωσσο περιβάλλον, το μεγάλο λιμάνι με τα τελωνεία. Πώς είναι κοσμοπολίτης ένας τέτοιος Ρουμελιώτης οπλαρχηγός; Έχει αρματωθεί με δυο κουμπούρες. Μα τί κάνει; Μένει σε ανοχύρωτο πέρασμα, να φυλάξει το ξύλινο γεφύρι.

Αρχίζει λοιπόν να πέφτει ψιλόβροχο, χιλιάδες Οθωμανοί βγαίνουν απ'  την Λαμία. Καθένας κι από δυο χατζάρες. Εφτά χιλιόμετρα, δύο χιλιόμετρα, πέντε μέτρα.Μελλοντικός μάρτυρας με αυτοκτονικό πείσμα, κάτι τέτοιο. Έχει πιθανότητες ούτε 0,01 τοις χιλίοις, ωστόσο παραμένει. Έπαλλε το δόρυ για να τους φοβίσει, μα ήταν μόνος. Πάνω στην συμπλοκή, τού πέφτει η περικεφαλαία. Το σύνθημά του ηχείπαράξενα, δεν μεταπείθεται, «Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θα πεθάνω», έτσι λέει.

Αν και εγγράμματος, παλιός διάκος που πέταξε τα ράσα. Αν κι έμαθε ανάγνωση στο ψαλτήρι, και καλή αττική διάλεκτο. Δεν είναι κοσμοπολίτης, δεν θα τόν συγκινούσαν τέτοια άδεια πράγματα. Κάτι άλλο είναι. Ένας αετός, τού αρμόζουν τα βουνά και οι επάλξεις. Ένα θεμέλιο, πύργος ασάλευτος.

Με Ανδρομάχη το άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου στη Στυλίδα
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ Με Ανδρομάχη το άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου στη Στυλίδα