Παραγωγή βέλτιστης ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας ελληνικής στέβιας με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της στις διεθνείς αγορές
Η στέβια αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα φυσικά γλυκαντικά παγκοσμίως.
Προέρχεται από τα φύλλα του φυτού Stevia rebaudiana, το οποίο φυτρώνει κυρίως στην Παραγουάη και τη Βραζιλία.
Τα φύλλα της περιέχουν γλυκοζίτες στεβιόλης, με κυριότερους τη στεβιοσίδη και τη ρεμπαουδιοσίδη, οι οποίες είναι 50-300 φορές πιο γλυκές από τη ζάχαρη (σακχαρόζη). Η στέβια ξεχωρίζει γιατί οι γλυκαντικές αυτές ουσίες είναι σχετικά σταθερές στη θερμοκρασία και το pH, δεν ζυμώνονται από βακτήρια και το κυριότερο, το ανθρώπινο σώμα δεν τις μεταβολίζει, γεγονός που την καθιστά μηδενικών θερμίδων.
Το φυτό της στέβιας ανήκει στην οικογένεια των Asteraceae και είναι πολυετές ποώδες φυτό ύψους συνήθως 60-80 εκατοστών, ενώ ορισμένες ποικιλίες μπορεί να φτάσουν έως και το ένα μέτρο. Τα φύλλα της, μήκους 3-5 εκατοστών, είναι η κύρια πηγή των γλυκαντικών συστατικών. Η στέβια ευδοκιμεί σε υποτροπικά και τροπικά κλίματα, όμως
προσαρμόζεται και σε εύκρατα, αρκεί να αποφεύγονται οι παγετοί. Απαιτεί μέτρια άρδευση και ατμοσφαιρική υγρασία περίπου 40-60%, ενώ η περίοδος καλλιέργειας κυμαίνεται από 120-150 ημέρες για ικανοποιητική απόδοση.
Στην Ελλάδα, η καλλιέργεια της στέβιας μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε χρόνια, με τις καλύτερες αποδόσεις να παρατηρούνται στη δεύτερη και τρίτη χρονιά καλλιέργειας.
Το ελληνικό κλίμα, με θερμοκρασίες ιδανικά μεταξύ 18-30°C, θεωρείται κατάλληλο για την ανάπτυξη του φυτού, με βασικές περιοχές παραγωγής τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Η στέβια φυτεύεται κυρίως σε καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη με pH 6-7,5.
Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με σπόρους είτε με μοσχεύματα, ενώ η φύτευση πραγματοποιείται άνοιξη ή φθινόπωρο. Απαιτεί ισορροπημένη λίπανση, έλεγχο ζιζανίων και συγκομιδή δύο φορές το χρόνο, συνήθως μετά από 5-6 μήνες καλλιέργειας.
Ωστόσο, η καλλιέργεια στέβιας στην Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως η έλλειψη κρατικών επιδοτήσεων, τα μικρά αγροκτήματα που περιορίζουν την χρήση εξειδικευμένων μηχανημάτων, οι ασθένειες και τα παράσιτα, καθώς και ο έντονος ανταγωνισμός από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση για τη στέβια στην ελληνική αγορά αυξάνεται σταθερά, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης του κοινού για υγιεινή διατροφή και της ανάγκης για εναλλακτικά υποκατάστατα της ζάχαρης.
Σήμερα, η στέβια διατίθεται σε ποικίλες μορφές: κρυσταλλική στέβια, υγρά εκχυλίσματα και αποξηραμένα φύλλα, στα σούπερ μάρκετ, φαρμακεία, καταστήματα υγιεινής διατροφής και ηλεκτρονικά καταστήματα.
Υπάρχει οργανωμένη παραγωγή μέσω συνεταιρισμών, όπως ο Stevia Hellas Coop, που καλλιεργεί τη στέβια σε μεγάλη κλίμακα και προωθεί τα προϊόντα εγχώριας παραγωγής.
Παρά τον ανταγωνισμό από εισαγόμενα προϊόντα, η εγχώρια παραγωγή διατηρεί σημαντικό μερίδιο, ιδιαίτερα στην τυποποίηση φύλλων στέβιας.
Παγκοσμίως, η αύξηση των παθήσεων όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία έχει δημιουργήσει αυξημένη ζήτηση για προϊόντα με μειωμένη ζάχαρη και θερμίδες. Το 75% των καταναλωτών προτιμά προϊόντα φυσικής προέλευσης, με ελάχιστη επεξεργασία και χαμηλές θερμίδες. Στην Ελλάδα, το 17% του πληθυσμού θεωρείται παχύσαρκο και υπήρχαν το 2017 περίπου 720.000 διαγνώσεις διαβήτη τύπου 2.
Επιπλέον, το 90% των Ελλήνων θεωρεί τη διατροφή βασικό παράγοντα υγείας, με το 38% να αποφεύγει συστηματικά τη ζάχαρη και το 28% να προτιμά εναλλακτικά γλυκαντικά, όπως η στέβια. Αυτές οι τάσεις αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη προτίμηση σε φυσικά και ασφαλή προϊόντα.
Η στέβια έχει ενσωματωθεί πλέον στη διατροφή του Έλληνα καταναλωτή, τόσο ως ανεξάρτητο προϊόν, όπως τα φύλλα και η κρυσταλλική μορφή, όσο και ως συστατικό σε τρόφιμα και ροφήματα που προωθούν τη μείωση της ζάχαρης.
Χρησιμοποιείται σε γλυκά, επιδόρπια, γιαούρτια, χυμούς, ακόμη και μπάρες σοκολάτας με μειωμένες θερμίδες.
Οι καταναλωτές προτιμούν προϊόντα με χαρακτηριστικά όπως η ελληνική προέλευση, η ιχνηλασιμότητα και η ποιότητα, αναζητώντας φυσικές, χωρίς πρόσθετα ουσίες που προάγουν την υγεία.
Η στέβια προσφέρει σημαντικά οφέλη όπως η δυνατότητα μείωσης των θερμίδων στη διατροφή, η μη αύξηση του γλυκαιμικού δείκτη και η υποστήριξη στη διαχείριση του βάρους. Μελέτες σε ζώα δείχνουν επίσης θετική επίδραση στη μείωση γλυκόζης και χοληστερόλης, ενώ ο γλυκοζίτης RebA φαίνεται να βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και να μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Παρότι η επίσημη αναγνώριση αυτών των οφελών από οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν έχει ολοκληρωθεί, η τάση για φυσικά και ασφαλή υποκατάστατα ζάχαρης όπως η στέβια είναι σαφής και αναπτυσσόμενη.
Στην Ελλάδα, η ενίσχυση της πληροφόρησης και η υποστήριξη της εγχώριας καλλιέργειας αποτελούν κρίσιμα βήματα για την περαιτέρω διείσδυση και ωρίμανση της αγοράς στέβιας.
Συνδέσου με την ομάδα του lamiareport.gr στο Viber για άμεση ενημέρωση
Ακολούθησε το LamiaReport.gr στο Google News για όλες τς τελευταίες χρηστικές ειδήσεις
Ακολούθησε το LamiaReport στο Facebook ...για να μη χάνεις είδηση!