Πρωτοχρονιά στην κατοχή (του Αθ. Κάππου)

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2019 10:00 Πρωτοχρονιά στην κατοχή (του Αθ. Κάππου)

Γράφει ο Αθανάσιος Κάππος....

Πολλές φορές αυτές τις γιορτινές  ημέρες ο νους σου γυρίζει στα παλιά, τα παιδικά σου χρόνια.  Το ίδιο έπαθα και εγώ αργά εχθές το βράδυ.  Θυμήθηκα ένα περιστατικό την εποχή της κατοχής, Πρωτοχρονιά του 1944. 

 Ήταν θυμάμαι πρωί και η μάνα μου έδωσε τις δύο κατσίκες που είχαμε σε μένα και την μικρότερη αδελφή μου, να πάμε να τις βοσκίσουμε.  Το κρύο ήταν τσουχτερό,  τα βουνά γύρω από την πόλη της Λαμίας χιονισμένα.  Από τα κεραμίδια κρέμονταν κάτι παγωμένοι σταλακτίτες  σαν σπαθιά,  όμως οι κατσίκες θα έπρεπε να φάνε.   Αυτές μας κρατούσαν στη ζωή, με το γάλα που μας έδιναν.  Τα τρόφιμα τότε ήταν  σπάνια, είδος πολυτελείας.  Έβαλα ένα παντελόνι μακρύ, του μεγάλου μου αδελφού, γιατί το δικό μου ήταν κοντό, αφού ήμουν παιδί του Δημοτικού.

            Πήγαμε τις κατσίκες  στον Αφανό, μια τοποθεσία  που βρίσκεται  στο σπίτι μας πιο πάνω. Τότε ήταν τόπος για βοσκή, τώρα «φύτρωσαν» βίλες.  Εκεί βρήκαμε και άλλα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια.  Όλα είχαν κάποιο ζώο για βοσκή, πηγή  ζωής για την εποχή εκείνη.  Εκεί είχαμε βρει και μία αλάνα  που την είχαμε σαν γήπεδο ποδοσφαίρου, κλοτσώντας  μία μπάλα  πάνινη, φτιαγμένη από  κουρέλια.

  Γύρω στο μεσημέρι είδαμε να έρχονται προς το μέρος μας  έξι Γερμανοί με αυτόματα όπλα στα χέρια.  Σταμάτησαν γύρω στα εκατό μέτρα μακριά από την αλάνα και άρχισαν να γελάνε.  Εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο έχοντας για τέρματα από δύο πέτρες.  Κάποια στιγμή ακούσαμε να πέφτουν ριπές από τα όπλα.  Κοιτάξαμε προς τους Γερμανούς και είδαμε να έχουν βάλει σαν σημάδι έναν παλιό τενεκέ κάνοντας σκοποβολή χτυπώντας τον με σφαίρες.  Πολλές από αυτές χτυπούσαν σε πέτρες που ήταν γύρω από τον τενεκέ, με αποτέλεσμα οι σφαίρες να εξοστρακίζονται  και να περνούν σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας.  Τότε ένα κορίτσι που ήταν η μεγαλύτερη από  όλους μας, γύρω στα 13, μας είπε να πέσουμε μπρούμυτα για να προστατευτούμε.  Οι Γερμανοί  συνέχισαν τη σκοποβολή για αρκετή ώρα, μέχρι που κουράστηκαν. 

            Κοίταξαν προς το μέρος μας και άρχισαν να γελάνε.  Τότε ένας από αυτούς μας πλησίασε έχοντας ένα σακίδιο στο χέρι.  Εμείς σαστισμένοι τον κοιτούσαμε με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά μας, μην ξέροντας τι θέλει.   Όταν έφτασε στο γήπεδο, άφησε κάτω το σακίδιο και μας  φώναξε κοντά του. Το άνοιξε  και άρχισε να μας μοιράζει γαλέτες.  Με την κίνηση αυτή ο τρόμος  έφυγε από μέσα μας και αρχίσαμε να τρώμε.   Ο φόβος έγινε χαρά, γέμιζαν τα στομάχια. 

Τότε όλοι ήμασταν στο έλεος του Θεού,  παιδιά χωρίς ελπίδα.  Για μια στιγμή μπορεί ο θάνατος να φτερούγιζε πάνω από το κεφάλι σου χωρίς να ξέρεις πού πάει και την άλλη χόρταινες με γαλέτες…   Η ζωή  μας εκείνη την εποχή δεν είχε καμιά αξία, σαν μια κάλπικη δεκάρα. 

            Έτσι μεγάλωσε η δική μου γενιά, σαν καλαμιά στον κάμπο.  Όλα όμως αυτά τα βιώματα, μας σφυρηλάτησαν  σαν αναμμένο σίδηρο επάνω στο αμόνι, μας  σκληραγώγησαν   και μας  έμαθαν να πολεμάμε.  Γιατί η ζωή είναι ένας αγώνας δύσκολος, αγώνας δίχως τέλος.  Ο Πλάστης όμως, μας έχει δώσει και ένα όπλο φοβερό,  το τρομερό μυαλό μας.  Όταν αυτό είναι σε εγρήγορση τα πάντα μπορούν να αντιμετωπιστούν, με του Θεού την χάρη.  Κομπιούτερ είναι το μυαλό χωρίς να θέλει ρεύμα. Αυτό  κυλάει μες στις φλέβες μας χωρίς να σταματάει… 

 Καλή Χρονιά και Χρόνια Πολλά!

Αθανάσιος Κάππος

Προσαρμοσμένη αναζήτηση