Μικρασιατική Καταστροφή: Πόσοι πρόσφυγες έφτασαν στη Στερεά Ελλάδα;

Δημοσιεύτηκε: Πέμπτη, 01 Σεπτεμβρίου 2022 11:28 Μικρασιατική Καταστροφή: Πόσοι πρόσφυγες έφτασαν στη Στερεά Ελλάδα;

Εκατό χρόνια Εθνικής Μνήμης συμπληρώνονται φέτος από την Μικρασιατική Καταστροφή, τη γενοκτονία του Ελληνισμού και τον εκπατρισμό του από τις πατρογονικές του εστίες, όπου ήταν ριζωμένος επί 3.000 χρόνια. Πόσοι ήταν όμως αυτοί οι πρόσφυγες και πόσοι από αυτούς έφτασαν στη Στερεά Ελλάδα; Την απάντηση μας δίνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. 

Ήταν το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1923 και σε συνεργασία των υπουργείων Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, διενεργήθηκε Απογραφή των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Σύμφωνα με τους υπεύθυνους της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συγκεκριμένη απογραφή ήταν προαιρετική και διενεργήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 22 Οκτωβρίου 1923,

Το σύνολο των προσφύγων που απογράφηκαν ήταν 786.431, εκ των οποίων 351.313 άνδρες και 435.118 γυναίκες. Ο μεγαλύτερος, δε, αριθμός προσφύγων απογράφηκε στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, πιο συγκεκριμένα 162.418 άτομα και στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, με 158.076 πρόσφυγες να φτάνουν από τα παράλια. 

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό, επιλέξαμε να κλείσουμε το άρθρο μας με το απόσπασμα ενός βιβλίου που μας μεταφέρει σ' εκείνα τα χρόνια και έχει ως ήρωα ένα συμπατριώτη μας από το Μαλισσάτ, όπως ήταν το όνομα της Μαλεσίνας στα αρβανίτικα.

«Το δεκαεννιά, μου λέει, που μπήκε ο Στρατός στη Σμύρνη, εγώ ήμανε από τους πρώτους στην πόλη.[…] Είχαμε άδεια απογεματινή και ψάχναμε να βρούμε να πιούμε κανένα ουζάκι. Κι όπως περνάγαμε, που λες, κάτω από ένα μπαλκονάκι μας φωνάζουν δυο κορίτσια. Επ, είπαν, πού πάτε τέτοια ώρα, ελάτ’ απάν να σας ψήσουμε έναν καφέ. Μας αγαπάγανε βλέπεις τότε οι Έλληνες εκεί.[…] 

Μας ανοίξανε, από δω μας λένε, και τι σε πω, ρε Γούσια. Δέκα φορές μας είπανε από δω. Τόσο μεγάλο ήτανε το σπίτ’. Με τα πολλά φτάνουμε σε μια σάλα, μας καθίζουνε. Είχαμε χαζέψει εμείς. Πιάνο είχε, ζουγραφιές στους τοίχους γύρω-γύρω, τραπέζα όλο γυαλί κι απάνω ποτήρια κρύσταλλα. Σαν χάνοι κοιτάγαμε ολόγυρα.[…]

Κάποια στιγμή μας ρωτάνε από πού είστε; Απ’ το Μαλισσάτ*, τους λέω εγώ, απ’ την Αθήνα. Ποια Αθήνα, μου λέει η μία. Για τήρα δω στο χάρτη, εσείς είστε εκατό χιλιόμετρα από την Αθήνα, και σκώνεται ο διάολος και πάει σε μια κορνίζα στον τοίχο και μου δείχνει. Θάμαξα, λέω κοίτα κορίτσ’ πράμα πόσα ξέρει.[…]

Με τα πολλά γνώρισα και τον αδερφό της, γιατί ήταν ορφανή και δεν είχε γονιούς, και μου λέει το και το, τι σκοπό έχεις με την αδερφή μου, γιατί πολλά σούρτα φέρτα. Εγώ την αδερφή σ’, του είπα, την αγαπάω κι ούτε που την έχω πειράξει.[…] Γι’ αυτό να δώσουμε λόγο κι όταν τελειώσει ο πόλεμος την παίρνω γυναίκα. Δώσαμε τα χέρια και τα συμφωνήσαμε.[…] 

Είχα μάθει που ’χε γίνει το κακό στη Σμύρνη κι ούτε που μ’ είχε μείνει ψυχή να χαρώ που ήμουνα ζωντανός. Για μήνες με το ζόρι σκωνόμουνα απ’ το κρεβάτι. […] Με βάζει πόστο ο πατέρας μου, τόσοι και τόσοι πεθάνανε στον πόλεμο άντρες και παλικάρια και συ κάθεσαι και μυξοκλαίς για μια γυναίκα; Θα βρεις άλλη και θα παντρευτείς και θα τα λησμονήσεις όλα τούτα. Κι έτσι το πήρα απόφαση κι εγώ κι έδωσα λόγο τότες και παντρεύτηκα τη Ρίνα.[...] 

Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στο Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα ’ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ' ακούω εγώ και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι αθρώποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσα μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια. Πήγα, μου 'πε, έτσι όπως ήμανε με την κοσόρα στο χέρι και τους βρίσκω που τους είχαν κυκλωμένους και τους τραβάγανε και τους βρίζανε. Κι όπως κάνω να μιλήσω, να πω σταματήστε ρε ζα, την είδα, Γούσια, μου λέει. Καθότανε ξακριστά σαν παιδί δαρμένο και τήραε εμάς. Έψαχνε με τα ματάκια της κι έσφιγγε στον κόρφο ένα πάκο χαρτιά δεμένα με το σπάγκο, τον θυμάμαι που μου είπε κι έκλαψε. Πρώτη φορά είδα τον Κυριάκο να κλαίει. Με τιμώρησε ο Θεός, Γούσια, μου είπε, γιατί ο άντρας δεν κάνει να δίνει δυο φορές λόγο για το ίδιο πράμα».

[Πηγή: Δημοσθένης Παπαμάρκος, "Γκιάκ", Αθήνα 2014, σ. 65-73 (διήγημα “Ήρθε ο καιρός να φύγουμε”) - φωτ.: Σμύρνη, Μάιος 1919, από Imperial War Museum]

Γράψτε το σχόλιο σας

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Η ιστοσελίδα "LamiaReport.gr" δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή. Δεν δημοσιεύονται συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Τέτοια μηνύματα θα διαγράφονται όποτε εντοπίζονται.

Προσαρμοσμένη αναζήτηση